Για όγδοη χρονιά -φαινόμενο που αποτελεί διεθνές ρεκόρ-, η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε φάση ύφεσης και είναι πλέον εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από αυτή την παρασιτική κατάσταση.
Να είναι δηλαδή μία οικονομία σε λήθαργο, η οποία συντηρείται με τα δανεικά των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν κάνει σχεδόν τίποτε για να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή. Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι εθίζεται στο υφεσιακό περιβάλλον, φαινόμενο που μόνο σε παρακμή και κατάρρευση μπορεί να οδηγήσει.
Τίθεται, έτσι, ένα τεράστιο πρόβλημα. Αυτό της πλήρους εξαρτήσεως της οικονομίας από τον δανεισμό και τη δησιοϋπαλληλία, δηλαδή από δύο παράγοντες που θα ακυρώνουν κάθε προσπάθεια εξωστρεφούς αναπτύξεως και, παράλληλα, θα ενισχύουν τη διαπλοκή και τη συντεχνιακή οργάνωση μίας κοινωνίας που είναι ήδη αιχμάλωτη του κρατισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, ο προϋπολογισμός του 2016 όχι μόνον είναι εικονικός, άρα καταδικασμένος να αποτύχει, αλλά υπάρχει πλέον πολύ σοβαρός κίνδυνος να πυροδοτήσει και αποσταθεροποιητικές για τη δημοκρατία μας κοινωνικές αντιπαραθέσεις.
Το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής που ήδη εφαρμόζεται από την κυβέρνηση συνίσταται στην αύξηση των έμμεσων και άμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων, με διατήρηση των πρωτογενών δαπανών στο ίδιο επίπεδο από το 2014 μέχρι και το 2016. Με διαφορετικά λόγια, ο κρατισμός διατηρείται στα επίπεδα που προκάλεσαν την οξύτατη κρίση και η μοναδική ελπίδα εξόδου από αυτήν, που είναι ο ιδιωτικός τομέας, πλήττεται με νέα βάρη.
Στο πλαίσιο αυτής της κάθε άλλο παρά αισιόδοξης κατάστασης, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος υποχωρήσεως της ιδιωτικής καταναλώσεως -και αυτό σε μία οικονομία που διέρχεται και οξύτατη κρίση ρευστότητος. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με τρεις και τέσσερις μήνες καθυστέρηση και υπό συνθήκες κεφαλαιακών ελέγχων, τότε εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο σκοτεινό είναι το δημοσιονομικό τοπίο.
Από την άλλη πλευρά, η μεγαλύτερη της αναμενόμενης υποχώρηση της ιδιωτικής καταναλώσεως θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στη συλλογή εσόδων, φαινόμενο ήδη ορατό. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν ότι η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ δεν εξασφαλίζει πάντοτε την αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, καθώς αυτό εξαρτάται, πλην του ύψους της υφέσεως που προκαλεί, και από την αποτελεσματικότητα του φορολογικού μηχανισμού.
Έτσι, η αισιοδοξία των κυβερνητικών παραγόντων, ότι δήθεν σταθεροποιούνται τα δημόσια οικονομικά και λόγω ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης, μπορεί εύκολα να ανατραπεί και υπό δυσάρεστους όρους.
Ας λάβουμε επίσης υπόψη μας ότι δύο δομικά στοιχεία του Προϋπολογισμού 2016, ήτοι η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενδέχεται να επηρεασθούν, πρώτον, από τη διόγκωση του προσφυγικού προβλήματος στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα και, δεύτερον, από τη σημαντική ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων και των ασύμμετρων απειλών που αντιμετωπίζουν οι ανεπτυγμένες χώρες.
Πέρα, όμως, από τα παραπάνω (σοβαρά από κάθε άποψη) προβλήματα, η ενδυνάμωση των γεωπολιτικών κινδύνων στην ευρωπαϊκή ήπειρο μπορεί να πλήξει την επενδυτική δραστηριότητα και να έχει πρόσθετες δημοσιονομικές επιπτώσεις, που πουθενά δεν καταγράφονται σε έναν στείρο ετήσιο προϋπολογισμό. Είναι επίσης περιττό να τονιστεί ότι, όσο διαρκούν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, είναι μάταιο να περιμένει κανείς παραγωγικές επενδύσεις -που είναι οι μόνες που μπορούν να μετριάσουν την ενδημική πλέον ανεργία.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι προοπτικές για το 2016 κάθε άλλο παρά αισιοδοξία μπορούν να εμπνεύσουν. Και η έλλειψη της τελευταίας είναι ένα πρόσθετο υφεσιακό στοιχείο. Δυστυχώς.
* Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.