Αν παρακολουθήσει κάποιος την πορεία των τραπεζικών μετοχών κατά τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την απόλυτη ισοπέδωσή τους.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ότι κατά την τελευταία πενταετία, η Alpha Bank έχει χάσει το 96,4% της αξίας της, η Attica Bank το 98,99%, η Εθνική το 99,93%, η Eurobank το 99,97% και η Πειραιώς το 99,98%.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός επενδυτή που αγόρασε τραπεζικές μετοχές το 2007 και στη συνέχεια τις διακράτησε μέχρι σήμερα: Αν το 2007 είχε τοποθετήσει 1.000.000 ευρώ, η σημερινή τους αξία θα ήταν... γύρω στα 100-200 ευρώ, ή και ακόμη χαμηλότερη!
Αναμφίβολα, από το 2007 έως σήμερα οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου λειτούργησαν ως ρουφήχτρες δισεκατομμυρίων, με μεγαλύτερο χαμένο το ελληνικό δημόσιο, το οποίο μέσω του ΤΧΣ τοποθέτησε στον κλάδο γύρω στα 39 δισ. ευρώ.
Ποιος άραγε φταίει για όλα αυτά;
Οι πολιτικοί έχουν κατά κανόνα εύκολες απαντήσεις. Σύμφωνα με τα δύο κυβερνητικά κόμματα, οι «κακοί τραπεζίτες» με τα δάνεια-σκάνδαλα που χορήγησαν σε καναλάρχες, πολιτικά κόμματα και διαπλεκόμενους. Και σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, κυρίως η καταστροφική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ κατά το τελευταίο ενδεκάμηνο.
Προφανώς, αν ψάξει κάποιος όλες τις περιπτώσεις, θα διαπιστώσει υποθέσεις δανείων που «δόθηκαν στο πόδι», ή χορηγήσεων που σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να δοθούν. Είναι όμως αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα που δεν θα μπορούσε να λυθεί, έστω με τα 15-20 δισ. ευρώ αυξήσεων κεφαλαίου, τις οποίες κάλυψαν ιδιώτες επενδυτές από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι και την άνοιξη του 2014;
Η απάντηση είναι αρνητική και αυτό προκύπτει από τα παρακάτω:
Πρώτον, η συντριπτική πλειονότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά ουσιαστικά σε χορηγήσεις που δόθηκαν έως και το 2008. Από τότε, το ΑΕΠ της χώρας υποχώρησε περίπου κατά 2,5% το 2009, κατά 4% το 2010, κατά 7% το 2011, κατά 6,5% το 2012, κατά 4,4% το 2013, ενώ κατά την τελευταία διετία (2014-2015) εκτιμάται ότι σε γενικές γραμμές διατηρήθηκε σταθερό (+0,8% πέρυσι και 0% φέτος).
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο τραπεζίτης που ενέκρινε δάνεια το 2007 και το 2008, ακόμη και αν προέβλεπε στασιμότητα του ελληνικού ΑΕΠ για τα επόμενα 7-8 χρόνια (εκτίμηση πολύ συντηρητική με βάση την τότε περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις τότε προβλέψεις όλων των Οργανισμών και Οίκων), υπολόγιζε πως τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ελλάδας θα είχαν καρπωθεί από το 2009 έως σήμερα επιπλέον περίπου 245 δισ. ευρώ, από αυτά που τελικά εισέπραξαν!
Προφανώς ένα αξιοσημείωτο ποσοστό αυτών των 245 δισ. ευρώ θα πήγαινε στις τράπεζες για αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και έτσι το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (107 δισ. σήμερα, εκ των οποίων τα 40 δισ. περίπου προέρχονται από τόκους) είτε δεν θα υπήρχε, είτε θα ήταν πολύ περιορισμένο και
δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες υπέστησαν ζημίες πολλών δισ. ευρώ (με βάση μια πρόχειρη εκτίμηση, γύρω στα 20-25) εξαιτίας του κουρέματος των ελληνικών κρατικών ομολόγων που κατείχαν κατά κύριο λόγο πριν από τα μέσα του 2009, όταν κανείς δεν ανέμενε (βλέπε τα πολύ χαμηλά spreads της περιόδου) την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ και την ένταξή της στο μνημόνιο, με διαδικασίες που ούτε καν υπήρχαν εκείνη την εποχή.
Τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά για το μέλλον των τραπεζικών μετοχών και γιατί ορισμένοι συνεχίζουν να αγοράζουν, ποντάροντας προφανώς στο χρηματιστηριακό comeback του κλάδου;
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αποτιμώνται σήμερα μόλις γύρω στα 11,5 δισ., μετά και τα κεφάλαια που προστέθηκαν μέσα από τη διαδικασία της πρόσφατης επανακεφαλαιοποίησης.
Οι επανακεφαλαιοποιημένες λοιπόν τράπεζες:
• Λειτουργούν σήμερα με ένα πολύ υψηλό περιθώριο επιτοκίων, καθώς το μέσο κόστος άντλησης καταθέσεων ενδεχομένως να προσεγγίζει το 0,5%, όταν οι χορηγήσεις χρεώνονται με 5%, ή 6%, ή και 9%.
• Τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις πρόσφατες ΑΜΚ και που θα εισπραχθούν από τις πωλήσεις θυγατρικών τους εταιρειών (π.χ. Finansbank, Eurolife και άλλες που θα ακολουθήσουν), θα αποπληρώσουν κεφαλαιακές υποχρεώσεις υψηλού κόστους.
• Από τη στιγμή που η Ελλάδα θα λάβει τη θετική αξιολόγηση της τρόικας (εκτιμάται μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2016), το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών από το σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα μειωθεί.
• Επιπλέον, αν υποθέσουμε ότι κατά την επόμενη πενταετία, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα είναι 2%-3%, τα ελληνικά νοικοκυριά θα έχουν καρπωθεί ένα επιπλέον εισόδημα μερικών δεκάδων δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία, ποσοστό των οποίων θα κατευθυνθεί για τη μερική αποπληρωμή δανείων που σήμερα δεν εξυπηρετούνται.
Η χαμηλή λοιπόν τρέχουσα αποτίμηση των τραπεζών, σε συνδυασμό με αρκετά δισ. επισφαλειών που θα μπορούσαν να εισπραχθούν μελλοντικά, τις πολιτικές περικοπών δαπανών που ακολουθούνται και το υψηλό περιθώριο λειτουργικής κερδοφορίας του κλάδου στην Ελλάδα (μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων), θα μπορούσαν να εκτινάξουν τις αποτιμήσεις των τραπεζών σε βάθος χρόνου.
Υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να «τρέχει» με έναν ικανοποιητικό μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης.
Θα το κάνει;
Κάντε με προφήτη, να σας κάνω πλούσιους!
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.