Η υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2009/138/EC (Solvency II) που ορίζει τις νέες απαιτήσεις φερεγγυότητας των ασφαλιστικών/αντασφαλιστικών εταιριών βρίσκεται πλέον προ των πυλών, με οριστική ημερομηνία προσαρμογής την 1.1.2016.
Το Solvency II φιλοδοξεί να επιτύχει την εδραίωση ενός σταθερού πλαισίου ολιστικής διαχείρισης κινδύνου στον ασφαλιστικό κλάδο, που πέραν των ενισχυμένων κεφαλαιακών απαιτήσεων, στοχεύει στην ολοκληρωμένη χαρτογράφηση των πολιτικών αλλά και των διαδικασιών των εταιριών, επιφέροντας έτσι την πλήρη διαφάνεια. Η οδηγία προχώρησε στην αποτύπωση της φερεγγυότητας, σύμφωνα με τα πρότυπα της Βασιλείας ΙΙΙ (αντίστοιχης τραπεζικής οδηγίας), ποσοτικά και ποιοτικά, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα της διαφάνειας και της δημοσιοποίησης, ενισχύοντας τη συγκρισιμότητα των εταιριών μέσω της ρεαλιστικής παρουσίασης και της ομοιομορφίας των δεδομένων.
Το νέο πλαίσιο, μέσω των ιδιαίτερα πολύπλοκων απαιτήσεων που εισάγει, φιλοδοξεί να επιτύχει τους ακόλουθους στόχους σε ένα εύλογο εύρος χρόνου:
α) Ενισχυμένη και ολοκληρωμένη Διαχείριση Κινδύνων, η οποία θα περιορίζει στο ελάχιστο την πιθανότητα αφερεγγυότητας των ασφαλιστικών/αντασφαλιστικών εταιριών
β) Λειτουργική αρτιότητα, η οποία θα εκτείνεται στις πολιτικές, στις διαδικασίες, στους ελέγχους, στα δεδομένα και στα συστήματα των ασφαλιστικών/αντασφαλιστικών εταιριών
γ) Δημιουργία νέας ασφαλιστικής κουλτούρας που θα διαχωρίσει τους ρόλους και τις ευθύνες των στελεχών, ενισχύοντας τη λειτουργική σαφήνεια και οδηγώντας στη χρηστή εκτέλεση των καθηκόντων
δ) Χρήση λειτουργικού πλαισίου Διαχείρισης Κινδύνων αλλά και μοντέλων κινδύνου που διασφαλίζουν την αποτελεσματική λήψη διοικητικών αποφάσεων
ε) Σφαιρική αντιμετώπιση των ασφαλιστικών Ομίλων ως ενιαίων μονάδων κινδύνου
στ) Προληπτική εποπτεία που ενισχύει σημαντικά την αξιοπιστία των εταιριών και μεμονωμένα, αλλά και στο σύνολο του κλάδου.
Η δυσμενής πορεία της ελληνικής οικονομίας το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, δεν άφησε ανεπηρέαστο τον κλάδο της ιδιωτικής ασφάλισης. Ειδικότερα, οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων έφεραν την πώληση προϊόντων Ζωής συνδεδεμένων με επενδύσεις σε κατάσταση αναμονής, ενώ παράλληλα δημιούργησαν μια σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με την καταβολή ασφαλίστρων, αντασφαλίστρων και αποζημιώσεων, τα οποία ευτυχώς εξομαλύνονται σταδιακά.
Επιπρόσθετα, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι εξακολουθούν να περιορίζουν στην πράξη την εκτέλεση της επενδυτικής πολιτικής των ασφαλιστικών εταιριών, αφού δεν επιτρέπουν την ελεύθερη επιλογή επενδύσεων, κυρίως στο εξωτερικό. Τέλος, ο κλάδος, σύμφωνα με το πρόσφατο πακέτο φορολογικών μέτρων που επιβλήθηκε, αποτέλεσε αντικείμενο πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων επί των ασφαλιστικών προϊόντων.
Εν των μέσω αυτής της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, η ασφαλιστική αγορά καλείται να υιοθετήσει το νέο πλαίσιο φερεγγυότητας, το οποίο πέραν των δομικών αλλαγών που προαναφέρθηκαν, απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε χρήμα, ανθρωποώρες και υποδομές. Οι προκλήσεις για τις εταιρίες κατά την εφαρμογή του νέου πλαισίου είναι μεγάλες και ποικίλες. Επιγραμματικά αναφέρονται οι ακόλουθες: η άντληση κεφαλαίων, η επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής διαχείρισης των επενδύσεων σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον, η επίτευξη επιτυχούς προγραμματισμού για την αποφυγή και την αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό σύστημα και, τέλος, η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις συνεχείς αλλαγές στη νομοθεσία.
Σε αυτό το στάδιο και κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης προετοιμασίας τους για την υποδοχή του νέου πλαισίου, οι ασφαλιστικές εταιρίες έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους προκειμένου να επιτύχουν την προσαρμογή τους σε αυτό το πολύπλοκο και αρκετά «ακριβό» πλαίσιο φερεγγυότητας. Οι αρνητικές προοπτικές άμεσης ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με τους εισπρακτικούς περιορισμούς και τις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις, που συνοδεύονται από το συνεχώς μειούμενο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, δυστυχώς δεν διευκολύνουν το δύσκολο έργο της προετοιμασίας.
Η εφαρμογή της Οδηγίας Solvency II, αν και αποτελεί μεγάλη πρόκληση στο δύσκολο αυτό περιβάλλον, θα βάλει τα θεμέλια για τη μελλοντική ανάπτυξη αλλά και τη σημαντική αύξησης της αξιοπιστίας του κλάδου, ειδικά εάν σημειωθεί και η επιθυμητή παράλληλη βελτίωση των οικονομικών δεικτών της χώρας.
Η ασφαλιστική αγορά εμφανίζεται αισιόδοξη αφού έχει αποδείξει και στο παρελθόν ότι μπορεί να προσαρμόζεται στις δύσκολες συνθήκες των τελευταίων χρόνων και να αντεπεξέρχεται στις προκλήσεις με επαγγελματισμό και υπευθυνότητα.
*Η κα Μυρτώ Χαμπάκη είναι οικονομολογος. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Leicester από όπου πήρε και το μεταπτυχιακό της στις Ευρωπαϊκές και Ομοσπονδιακές Σπουδές. Τα τελευταία 20 χρόνια εργάστηκε σε διάφορες θέσεις ευθύνης στον ευρύτερο χρηματοοικονομικό τομέα: στην Deloitte Ελλάδος, στην Τράπεζα Κύπρου Ελλάδος και στην Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Διδάσκει εξειδικευμένα σεμινάρια σε στελέχη, αρθρογραφεί συστηματικά στον κλαδικό Τύπο ενώ διετέλεσε μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την προσαρμογή της Οδηγίας Solvency II στο ελληνικό δίκαιο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο "Solvency II - Η μεγάλη εικόνα" από τις εκδόσεις Insurance Innovation.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.