Το νέο τοπίο στο ασφαλιστικό σύστημα

Σε τρεις άξονες η στρατηγική της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό πρόβλημα. Κρίσιμος παράγοντας για την επίλυσή του η ταχύτατη ανάπτυξη της οικονομίας. Το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας, με βάση τα νέα δεδομένα. Γράφει ο Παν. Κοκκόρης.

  • Του Παναγιώτη Κοκκόρη*
Το νέο τοπίο στο ασφαλιστικό σύστημα

Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, μια σειρά αποφάσεων της τότε πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Πρόνοιας «πάγωσε» τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό.

Πολλοί θεώρησαν ότι θα ήταν εφικτή μια ανάσχεση των εξελίξεων που είχαν δρομολογηθεί με βάση τον ν. 3863/2010 και έκτοτε.

Μεσολάβησε το καλοκαίρι, με τις γνωστές δραματικές εξελίξεις, και πλέον με τον νόμο 4336/2015 δρομολογούνται μια σειρά μέτρων που είναι υποχρεωμένη να λάβει η κυβέρνηση μετά τη συμφωνία που υπέγραψε με τους εταίρους-δανειστές μας. Όσοι, λοιπόν, πίστεψαν ότι το Ασφαλιστικό είναι αποκλειστικά ζήτημα πολιτικής βούλησης και όχι συνδυασμός της με την πραγματικότητα, προσγειώνονται ανώμαλα.

Γιατί η Κοινωνική Ασφάλιση είναι πολυπαραγοντική και, αν κάποιος δεν λαμβάνει υπόψη του τα πραγματικά δεδομένα, δεν θα μπορέσει να προσφέρει λύσεις. Έχοντας την εμπειρία της διαχείρισης του Ασφαλιστικού μέσα σε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο και με περιορισμένα εργαλεία στη διάθεσή μας, θεωρώ ότι τα βήματα στον τομέα αυτό πρέπει να είναι προσεκτικά και μελετημένα.

Η συμφωνία με τους εταίρους-δανειστές δεσμεύει τη χώρα μας να διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο καθεστώς στο Ασφαλιστικό μας σύστημα. Ποιο, λοιπόν, είναι το αύριο στην Κοινωνική Ασφάλιση; Η στρατηγική των μέτρων και των παρεμβάσεων που προβλέπονται στοχεύουν προς τρεις κατευθύνσεις:

• Τη βιωσιμότητα του Συστήματος
• Την εμπέδωση της δικαιοσύνης και
• Τον εξορθολογισμό της πολιτικής πρόνοιας.

Με ποιους τρόπους, όμως, επιχειρείται η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του Ασφαλιστικού; Η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει να υλοποιήσει τρεις σοβαρές παρεμβάσεις:

• Να μειώσει την κρατική δαπάνη για το Ασφαλιστικό κατά 0,25% του ΑΕΠ κατά τη φετινή χρονιά και κατά 1% του ΑΕΠ κατά το 2016. Στόχος είναι να φτάσουν οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την Κοινωνική Ασφάλιση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

• Να διατηρήσει τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα Επικουρικά Ταμεία. Σε περίπτωση που προτείνει ισοδύναμα μέτρα, αυτά να χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Έτσι, αποκλείεται κάθε σκέψη για κρατική ενίσχυση στα Επικουρικά Ταμεία Ασφάλισης, αφού βέβαια κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει ποτέ κατά το παρελθόν. Ταυτόχρονα διατηρείται και ο μαθηματικός τύπος στον υπολογισμό των εφάπαξ των εργαζομένων που βγαίνουν στη σύνταξη.

• Να «παγώσει» τις κατώτατες συντάξεις στα σημερινά επίπεδα μέχρι το 2021, ώστε να επέλθει ισορροπία στο σύστημα.

Τα παραπάνω μέτρα εμφανίζονται ως ανελαστικά, αλλά μπορούν να υπερκεραστούν με την ταχύτατη αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας. Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, η αξιοποίηση κάθε ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της χώρας, η αναμόρφωση του κράτους, ώστε να είναι φιλικότερο και αποτελεσματικότερο στις υπηρεσίες του προς τον πολίτη, όπως και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Έτσι, το ΑΕΠ θα διευρυνθεί και θα είναι εφικτή η καλύτερη αντιμετώπιση του Ασφαλιστικού. Στα Ταμεία θα εισρεύσουν περισσότερες εισφορές από νέους εργοδότες και νέους εργαζόμενους και έτσι θα διασφαλιστεί η οικονομική τους ευρωστία.

Από την άλλη πλευρά, η δικαιοσύνη εντός της Κοινωνικής Ασφάλισης επιχειρείται με μέτρα, όπως:

• Την ενίσχυση του ανταποδοτικού χαρακτήρα του συστήματος μέσω του ατομικού λογαριασμού του κάθε εργαζομένου.

• Προαγωγή της συνυπευθυνότητας του εργαζομένου, αφού θα είναι σε θέση να παρακολουθεί τη διαμόρφωση του ασφαλιστικού του βίου. Δηλαδή, αν έχουν καταβληθεί και μεταφερθεί στη μερίδα του οι ανάλογες εισφορές.

• Τη διοικητική και οργανωτική ενοποίηση όλων των Ταμείων σε ένα έως το τέλος του 2016. Το τελευταίο θα έχει ενιαία δομή και λειτουργία και θα χορηγεί συντάξεις με κοινές προϋποθέσεις ασφάλισης και τους αυτούς όρους.
Κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος στην οικοδόμηση ενός δίκαιου συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Όμως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στη διαδικασία ενοποίησης των Ταμείων και ομογενοποίησης των όρων λειτουργίας τους, για να απορροφηθούν με επιτυχία οι όποιοι κραδασμοί ανακύψουν και να μη συμβούν αδικίες σε βάρος ασφαλισμένων. Η αναλογικότητα του συστήματος των κύριων συντάξεων προκύπτει με βάση τις εισφορές του εργαζομένου, τις εργοδοτικές εισφορές και την κρατική επιχορήγηση, που όμως θα βαίνει πλέον μειούμενη. Η διοικητική αναδιοργάνωση μπορεί να εξοικονομήσει πόρους, ώστε οι τελευταίοι να είναι διαθέσιμοι για τους ασφαλισμένους.

Το ζήτημα της κοινωνικής προστασίας αντιμετωπίζεται με σημαντικές τροποποιήσεις της υφιστάμενης κατάστασης:

• Η σταδιακή κατάργηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) για το σύνολο των συνταξιούχων μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2019. Ήδη η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι έως τον Μάρτιο του 2016, το 20% των δικαιούχων που βρίσκονται στην ανώτερη βαθμίδα θα σταματήσουν να το λαμβάνουν.

• Εδώ τίθεται ζήτημα, αν και πώς θα προχωρήσει το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος που η προηγούμενη κυβέρνηση εφάρμοσε πιλοτικά σε 13 Δήμους της χώρας και είναι δίχτυ προστασίας για πολίτες που δεν έχουν ή έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα.

•Τέλος, η αύξηση της παρακράτησης από 4% σε 6% στις κύριες συντάξεις και η θεσμοθέτηση παρακράτησης 6% στις επικουρικές συντάξεις υπέρ του ΕΟΠΥΥ στην ουσία αποτελεί μια νέα μείωση των καθαρών ποσών που λαμβάνει κάθε συνταξιούχος. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στη διάρκεια του εργασιακού τους βίου οι πολίτες είχαν άλλες κρατήσεις για το συνταξιοδοτικό τους πρόγραμμα και άλλες κρατήσεις για το προνοιακό (ιατροφαρμακευτκή περίθαλψη). Τώρα ένα μέρος των συντάξεων περικόπτεται, όχι για να ενδυναμώσει τα Ασφαλιστικά Ταμεία,αλλά για να στηρίξει έναν Οργανισμό Υγείας και Πρόνοιας.

Ως επιμύθιο του νέου τοπίου που δημιουργείται στην Κοινωνική Ασφάλιση μπορούμε να πούμε ότι όσοι ανέμεναν κατάργηση της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος και του μαθηματικού τύπου σε επικουρικές συντάξεις και εφάπαξ αντίστοιχα ή τη χορήγηση 13ης σύνταξης, θα πρέπει να έχουν αντιληφθεί ότι χωρίς την ανάπτυξη της οικονομίας που θα συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία του κράτους, τέτοιες πολιτικές δεν ανήκουν στη σφαίρα του εφικτού.

Στην παρούσα φάση η βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού Συστήματος βρίσκεται στη συνετή διαχείριση με κοινωνική ευαισθησία και δικαιοσύνη, στη μείωση του λειτουργικού κόστους με παράλληλη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Με την ανεργία να αγγίζει το 30% και την αδήλωτη εργασία στο 25%, γίνεται κατανοητό ότι, εάν άμεσα δεν αλλάξουν οι πολιτικοί προσανατολισμοί, τότε οι περικοπές των μνημονίων θα αποτελούν μονόδρομο για την επιβίωση του Ασφαλιστικού. Πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι η αύξηση της απασχόλησης αποτελεί μια σταθερή και ουσιαστική παράμετρο στη βελτίωση του Ασφαλιστικού. Σκεφτείτε, οι μισές από τις 800.000 περίπου μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας να άνοιγαν μια μόνιμη θέση εργασίας λόγω της αύξησης της δραστηριότητάς τους. Η ανεργία θα είχε μειωθεί σε σημαντικό βαθμό.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πολιτικές που θα αφήνουν έδαφος στον ιδιωτικό τομέα για να ανασάνει και να καλλιεργήσει, ώστε να καρποφορήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αντί να επιδοτούνται ολιγόμηνες θέσεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καλό θα ήταν να εξετάσουμε πώς ο παραπάνω ζωτικός χώρος θα δινόταν στον ιδιωτικό τομέα για να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει μόνιμες θέσεις απασχόλησης.

Η πολιτεία, από την άλλη πλευρά, οφείλει να ισχυροποιήσει τον έλεγχο της αδήλωτης εργασίας και αυτό μπορεί να συμβεί όχι μόνο με την αυστηροποίηση των ελέγχων, αλλά και με τον εξορθολογισμό των εισφορών και τη βελτίωση της ποιότητας των προνοιακών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, έτσι ώστε εργοδότες και εργαζόμενοι να πιστέψουν ότι είναι προς το συμφέρον τους η δηλωμένη εργασία.

Εν κατακλείδι, ακόμα και στη σημερινή συγκυρία, οι πολίτες έχουν ανάγκη από κάθε δυνατή παρέμβαση που θα στηρίζει την εμπιστοσύνη στην Κοινωνική Ασφάλιση και θα εμπνέει ελπίδα για το μέλλον της ως παράγοντα συνοχής και ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.

Στόχος, λοιπόν, του αρμόδιου υπουργείου και των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης πρέπει να είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων σε κάθε επίπεδο, χωρίς αγκυλώσεις και με γνώμονα τόσο το βραχυπρόθεσμο, όσο και το μακροπρόθεσμο καλό των ασφαλισμένων.

 

* Ο Παναγιώτης Κοκκόρης είναι πρώην Γενικός Γραμματέας Κοινωνικής Ασφάλισης.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v