Η ασθένεια, το ατύχημα, η νοσηλεία, η πυρκαγιά, η κλοπή, ο σεισμός και πολλοί άλλοι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και καθημερινοί, αλλά ευτυχώς ασφαλίσιμοι. Και λέμε ευτυχώς, γιατί με ένα πολύ χαμηλό ασφάλιστρο, μπορούμε να αγοράσουμε την ηρεμία και τη σιγουριά πως ό,τι χτίσαμε μία ζωή για εμάς και την οικογένειά μας, δεν θα γκρεμιστεί σε μία στιγμή.
Υπάρχει όμως ανάμεσα στους ασφαλιστικούς κινδύνους και ένας σχεδόν βέβαιος. Να φτάσουμε στην ηλικία της συνταξιοδότησης. Μα αυτό είναι φυσιολογικό, θα μου πείτε. Συμφωνούμε. Ποιος όμως εργαζόμενος στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα και ειδικά αυτοαπασχολούμενος γνωρίζει πόση σύνταξη θα λάβει και πότε από το ταμείο κοινωνικής ασφάλισής του; Ρωτήστε έναν μικροεπαγγελματία που πληρώνει είκοσι χρόνια ΟΑΕΕ. Ρωτήστε τον επίσης αν τον πειράζει που συνεχίζει (αν συνεχίζει...) να καταθέτει το υστέρημά του σε ένα βαρέλι δίχως πάτο. Πώς αισθάνεται που καταβάλλει τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές με έναν βιομήχανο;
Έχει πλέον καταντήσει κουραστικό να ακούμε για το λεγόμενο αναδιανεμητικό σύστημα. Αυτό δηλαδή που με τις ασφαλιστικές μας εισφορές πληρώνουμε τις συντάξεις των γονιών μας. Και προφανώς, εύκολα μπορούμε να υποθέσουμε από ποιους περιμένουμε να χρηματοδοτήσουν τις δικές μας.
Βλέπουμε μία ευρωπαϊκή ήπειρο που γερνάει και η πληθυσμιακή της πλάστιγγα κλίνει όλο και περισσότερο στις ηλικίες άνω των 65 ετών. Στην Ελλάδα διανύουμε την τέταρτη συνεχόμενη χρονιά που οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους. Αυτό έχει να συμβεί πριν από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Αν συνυπολογίσουμε τη μάστιγα της ανεργίας, την ανασφάλιστη εργασία, την όλο και εντεινόμενη μερική απασχόληση και τη μαζική φυγή του εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό, όσο και να θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, δυσκολευόμαστε.
Το τρίτο Μνημόνιο φέρνει σαρωτικές αλλαγές όπως η χαμηλή εγγυημένη σύνταξη που θα βελτιώνεται ανάλογα με τα χρόνια εργασίας, η συνταξιοδότηση στα 67 ή στα 62 με συμπληρωμένα 40 έτη ασφάλισης, καθώς και η σύνδεση με τα λοιπά εισοδήματα του συνταξιούχου που στην ουσία ακυρώνει πλήρως την ανταποδοτικότητα των εισφορών.
Υιοθετείται δηλαδή το ασφαλιστικό μοντέλο της Αυστραλίας, που διανέμει συντάξεις ανάλογα με την περιουσιακή κατάσταση του καθενός.
Οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποταμιεύουν σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα το 35% των ρευστών διαθεσίμων τους. Επαγγελματικές ομάδες, όπως δάσκαλοι, γιατροί, μηχανικοί, εργαζόμενοι στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα συμπληρώνουν τη δημόσια σύνταξή τους με τη συνδρομή μεγάλων ασφαλιστικών ομίλων. Στην Ελλάδα όμως;
• Μόλις πέρυσι δόθηκαν σοβαρά φορολογικά πλεονεκτήματα σε επιχειρήσεις και εργαζομένους με το νέο φορονομοσχέδιο 4172.
• Χρυσή ευκαιρία αποτελεί για τους ελεύθερους επαγγελματίες η δυνατότητα μείωσης ασφαλιστικών κλάσεων και η σύναψη με αυτό το ποσό συμπληρωματικής Ιδιωτικής Ασφάλισης. Για τους μη ενήμερους ασφαλιστικά, αφού η εθνική σύνταξη αποδίδεται στα 67 με τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια εργασίας, ένα ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα καθίσταται εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικό, από τη ρύθμιση σε δόσεις.
• Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε μία νέα τάση. Λόγω της υψηλής ανεργίας και της έλλειψης εισοδημάτων, πολλοί νέοι καθώς και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αναζητούν μία μόνιμη πηγή εσόδων. Πολλοί αποδεσμεύονται από περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να συντηρήσουν και δεν τους παρέχουν και έσοδα και στρέφονται στο ισόβιο, αφορολόγητο και εγγυημένο εισόδημα που μόνο κάποιες ασφαλιστικές εταιρίες (και όχι οι τράπεζες) μπορούν ακόμα και προσφέρουν.
• Και κάτι ακόμη. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι και ο φόβος του κουρέματος των τραπεζικών καταθέσεων έστρεψαν και συνεχίζουν να στρέφουν πολλούς στην εγγύηση ορισμένων ασφαλιστικών προϊόντων. Κάτι βέβαια που η μία εταιρία μετά την άλλη σταματούν να παρέχουν. Δεν θα μπορούν δηλαδή και ούτε θα επιθυμούν να εγγυώνται στο διηνεκές αποδόσεις της τάξης του 2,5% ετησίως και ειδικά το ποσό της μελλοντικής σύνταξης.
Στη χώρα μας ακόμα αποτελεί βαρίδι και πληγή για τον θεσμό της Ιδιωτικής Ασφάλισης το θέμα της Ασπίδας. Ένα θέμα που ακόμα δεν έχει διευθετηθεί, αφορά χιλιάδες ασφαλισμένους και σχεδόν την αποκλειστική ευθύνη έχει το ελληνικό κράτος και οι εποπτικές αρχές. Η σύσταση όμως του εγγυητικού ταμείου από τις ίδιες τις ασφαλιστικές και η θέσπιση του Solvency II (βάσει του οποίου θα γίνονται συνεχείς έλεγχοι κεφαλαίων που θα καθιστούν τον κίνδυνο χρεοκοπίας κάτω του 0,5%) ισχυροποιούν τον θεσμό.
Ας μην ξεχνάμε πως οι ασφαλιστικές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι επενδυτές παγκοσμίως και τα χρήματα δεν τα δανείζουν σε ιδιώτες, όπως οι τράπεζες, αλλά είναι υποχρεωμένες να τα τοποθετούν σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα καταφύγια.
Ως λαός δεν έχουμε την απαραίτητη ασφαλιστική παιδεία. Η ανάγκη όμως έκανε τις ασφαλίσεις Υγείας να αυξάνονται μέσα στην κρίση με ρυθμό 20% ετησίως και να δίνουν αξιόπιστες λύσεις στο πρόβλημα της περίθαλψης. Η ανάγκη πάλι στρέφει δυναμικά τους Έλληνες στην Ιδιωτική Ασφάλιση για ενίσχυση του συνταξιοδοτικού τους εισοδήματος.
• Ο κ. Ζαχαρίας Καλαϊτζάκης είναι Ασφαλιστικός Σύμβουλος (www.syntaxeis.gr).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.