Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι έμμεσοι φόροι ως μέσο τόνωσης της αγοράς

Η Ελλάδα έχει επιτακτική ανάγκη ενός φορολογικού νόμου που κυρίως θα βοηθά στην οικονομική ανάπτυξη. Η κακή διάρθρωση των φορολογικών εσόδων και η ανάγκη στροφής προς τους -δικαιότερους- άμεσους φόρους. Ποια είναι τα οφέλη. Γράφει ο Χρ. Κήττας

  • του Χρήστου Κήττα*
Οι έμμεσοι φόροι ως μέσο τόνωσης της αγοράς

Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε ένα βασικό πρόβλημα: Παρότι οι φόροι είναι πάρα πολλοί και οι φορολογικοί συντελεστές αρκετά υψηλοί, τα φορολογικά έσοδα είναι λιγοστά.

Αυτό βέβαια έχει τις αιτίες του, κυριότερες των οποίων είναι οι παρακάτω:

- Η κακή διάρθρωση μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων,
- Η μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής,
- Η χαμηλή φορολογική συνείδηση των πολιτών,
- Η χαμηλή σε έκταση και ποιοτική σύνθεση της φορολογικής βάσης, και
- Η αδυναμία (λόγω της κακής οργάνωσης και λειτουργίας) του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.

Μέχρι πρόσφατα συνέβαλε σ' αυτό και η θέσπιση των πολλών, ποικίλων και περίεργων φοροαπαλλαγών, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του φορολογικού μας συστήματος.

Οι φόροι, ανάλογα με τον τρόπο που εισπράττονται ή ανάλογα με το φορολογικό αντικείμενο, διακρίνονται κυρίως σε δύο είδη:
- Άμεσους και
- Έμμεσους φόρους.

Άμεσος είναι ο φόρος που επιβάλλεται στο πρόσωπο που οφείλει να τον καταβάλλει στο Δημόσιο (επιβάλλεται στο εισόδημα του φορολογουμένου ή στην περιουσία του) και έμμεσος είναι ο φόρος που επιβάλλεται πάλι σε πρόσωπο, το οποίο όμως τελικά θα τον επιρρίψει σε άλλους και αφορά την κατανάλωση (φορολογείται το εισόδημα που δαπανάται). Με την έννοια αυτή, ο άμεσος φόρος είναι προσωπικός, ενώ ο έμμεσος περισσότερο γενικός.

Άμεσοι φόροι είναι:
- Ο φόρος εισοδήματος (φυσικών και νομικών προσώπων)
- Ο φόρος κεφαλαίου (κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, ΕΝΦΙΑ).

Έμμεσοι φόροι είναι:
- Ο φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.)
- Οι δασμοί
- Τα τέλη χαρτοσήμου
- Οι φόροι κατανάλωσης και γενικά όσοι άλλοι φόροι μπορούν να επιρριφθούν από τους κατά νόμο φορολογούμενους σε τρίτους.

Η σχέση που υπάρχει μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων είναι δείκτης δίκαιης κατανομής του φορολογικού βάρους σε μία οικονομία και δείχνει και την ανάπτυξη ή όχι ενός κράτους. Συνήθως μεγαλύτεροι άμεσοι φόροι δείχνουν ανεπτυγμένα κράτη, ενώ το αντίθετο συμβαίνει σε αναπτυσσόμενα και υποανάπτυκτα κράτη.

Το σπουδαιότερο πρόβλημα μιας δίκαιης και αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής είναι να κατορθώσει να ρυθμίσει την ισορροπία των άμεσων και έμμεσων φόρων στο φορολογικό σύστημα που θα εφαρμόσει, ώστε να μην υπάρχουν φορολογικές αδικίες και στρεβλώσεις. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να μελετηθούν και να αναλυθούν σωστά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των άμεσων και έμμεσων φόρων. Αυτά συνοψίζονται στα εξής:

Κυριότερα πλεονεκτήματα άμεσων φόρων:
- Είναι δικαιότεροι
- Έχουν μεγαλύτερη σταθερότητα απόδοσης
- Έχουν μικρό κόστος είσπραξης
- Οι φορολογούμενοι γνωρίζουν ακριβώς τι θα επιβαρυνθούν.

Κυριότερα μειονεκτήματα άμεσων φόρων:
- Δεν έχουν άμεση απόδοση όπως οι έμμεσοι
- Ευνοούν τη φοροδιαφυγή
- Δυσκολότερη διαδικασία είσπραξης.

Κυριότερα πλεονεκτήματα έμμεσων φόρων:
- Εύκολη είσπραξη
- Δυσκολότερη φοροδιαφυγή
- Μεγαλύτερη και άμεση απόδοση.

Κυριότερα μειονεκτήματα έμμεσων φόρων:
- Αβέβαιη είσπραξη σε περιόδους οικονομικών κρίσεων λόγω μείωσης της κατανάλωσης.
- Καθυστέρηση ή μη απόδοσή τους στο Δημόσιο από τους ενδιάμεσους που τους εισπράττουν.

Σε ένα μη ανεπτυγμένο οικονομικά και φορολογικά κράτος, κυρίως λόγω της μη ύπαρξης επαρκών εισοδημάτων και των λόγων που αναφέραμε πιο πάνω, τα φορολογικά έσοδα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα έσοδα από την κατανάλωση (έμμεσοι φόροι), αφού η κατανάλωση είναι πιο εύκολο να φορολογηθεί.

Βεβαίως υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η επιβολή έμμεσης φορολογίας σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών ενδεχομένως να είναι και αναγκαία για τον περιορισμό της υπερκατανάλωσης ορισμένων αγαθών τα οποία έχουν αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία (π.χ. κατανάλωση αλκοολούχων, καπνού κ.λπ.) και το όφελος να μην είναι άμεσα ορατό και μετρήσιμο (ωφέλεια στα ασφαλιστικά ταμεία).

Στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της μεγάλης φοροδιαφυγής και της κακής ποιοτικής σύνθεσης της φορολογικής βάσης της άμεσης φορολογίας, η είσπραξη των φόρων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη φορολόγηση της κατανάλωσης. Όμως αυτό δεν είναι υγιές για ένα κράτος το οποίο θέλει να αναπτυχθεί. Τα συνολικά έσοδα του κράτους από τη φορολογία εισοδήματος τα τελευταία 15-20 χρόνια δεν ξεπέρασαν το 5%, τη στιγμή που το ποσοστό αυτό στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υποχώρησε κάτω του 9%. Είναι ενδεικτικό ότι το 60% περίπου των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα καλύπτεται από την έμμεση φορολογία.

Οι φόροι στους οποίους η Ελλάδα υστερεί σε έσοδα είναι οι άμεσοι φόροι και ειδικότερα ο φόρος εισοδήματος. Η υστέρηση αυτή αναγκάζει τις κυβερνήσεις να επιβάλλουν υψηλότερη έμμεση φορολογία. Αυτό συνήθως είναι άδικο για τις οικονομικά αδύνατες τάξεις, επειδή οι τάξεις αυτές καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους και έτσι μέσω της κατανάλωσης επιβαρύνονται αναλογικά με περισσότερους φόρους.

Είναι κοινή αποδοχή ότι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας επιβαρύνει περαιτέρω την κατανομή του φορολογικού βάρους, καθώς καλούνται όλοι να πληρώσουν τον ίδιο φόρο ανεξάρτητα από τη φοροδοτική ικανότητά τους και πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα, όπου η αγοραστική δύναμη των πολιτών αυτών μειώνεται ή μηδενίζεται. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης, εκτός από την αρνητική κοινωνική της διάσταση, επιφέρει και μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομία.

Αυτές οι σχέσεις και πρέπει και μπορούν να μεταβληθούν. Αυτό θα έχει άμεσα αντίκτυπο στην κατανάλωση και κατ' επέκταση στην πραγματική οικονομία, διότι δεν αρκεί μόνο η επιθυμία των καταναλωτών να αγοράσουν και να καταναλώσουν, αλλά πρέπει να υπάρχει διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα, το μέγεθος του οποίου θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την ικανοποίηση των αναγκών τους.

Δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι η επιβολή της έμμεσης φορολογίας συνιστά βασική δημοσιονομική παράμετρο και σαφώς βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του σχεδιασμού της είσπραξης των εσόδων του κράτους.

Είναι επίσης σαφές ότι η οποιαδήποτε αλλαγή επιχειρηθεί, προϋποθέτει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, με αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς τη δημιουργία εισοδημάτων.

Η απότομη αύξηση των άμεσων φόρων μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορεί να αποδώσει προσωρινά, αλλά είναι βέβαιο ότι θα κινδυνεύσει να καταρρεύσει στο μέλλον, αν προηγούμενα δεν έχουν επιλυθεί και μεταρρυθμιστεί βασικές λειτουργίες και θέσεις του κράτους.

Τα βασικά που πρέπει να γίνουν είναι απλά και γνωστά. Βέβαια, τίποτε δεν μπορεί να γίνει από μόνο του, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση.

Σε ό,τι αφορά το φορολογικό, η προσπάθεια απαραίτητα πρέπει να επικεντρωθεί στα παρακάτω βασικά σημεία:
α) Να υπάρξει αποτελεσματική βούληση για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
β) Να καθιερωθεί ένα απλό, δίκαιο και προπαντός σταθερό φορολογικό σύστημα (με δέσμευση όλων).
γ) Να δημιουργηθεί ο κατάλληλος φοροεισπρακτικός μηχανισμός, να εκσυγχρονιστεί με μέσα που παρέχει η τεχνολογία και να γίνεται διαρκής εκπαίδευση και έλεγχος επ' αυτού.
δ) Να γίνουν προσπάθειες για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
ε) Να υπάρχει διαφάνεια στις δαπάνες του κράτους και
στ) Να υπάρχει ανταποδοτικότητα των φόρων.

Η Ελλάδα έχει επιτακτική ανάγκη ενός φορολογικού νόμου που κυρίως θα βοηθά στην πολιτική της οικονομικής ανάπτυξης.

Το άλλο σκέλος το οποίο πρέπει να ασχοληθεί είναι οι δαπάνες, με πολλές διαστάσεις και παραμέτρους, η ορθή διαχείριση των οποίων καταλήγει σχεδόν πάντα σε θετικά αποτελέσματα.

Η Ελλάδα έχει χαμηλότερα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά όμως, στο σκέλος των κρατικών δαπανών η Ελλάδα βρίσκεται στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα καταναλώνει και επενδύει περισσότερα απ' όσα παράγει και οι καθαρές εξαγωγές της είναι αρνητικές, έχει δηλαδή έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιό της. Έτσι συντηρείται ένας μηχανισμός παραγωγής ελλειμμάτων.

Σε όλον τον υπόλοιπο οικονομικά ανεπτυγμένο κόσμο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Αυτό καθιστά άμεση και επιτακτική την ανάγκη ελέγχου και περιορισμού των δαπανών. Το κράτος άμεσα θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες, ή τουλάχιστον να τις εξορθολογήσει. Η μείωση των δαπανών σαν ποσοστό του ΑΕΠ, με παράλληλη κανονική λειτουργία του κοινωνικού κράτους, είναι δύσκολη αλλά αναγκαία υπόθεση. Αυτό όμως έκαναν κράτη με παρόμοια προβλήματα με μας, όπως η Ιρλανδία, όπου το κράτος και οι πολίτες προέταξαν το δημόσιο και εθνικό συμφέρον και αντί να αυξήσουν τους φόρους και να καταστρέψουν τις προϋποθέσεις του ανταγωνιστικού του παραγωγικού τομέα τους και της παραγωγικής απασχόλησης, επέλεξαν τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών και μεταρρυθμίσεις. Αρχικά αυτό έγινε με κυβερνητικές αποφάσεις, μετά με εθνικές συμφωνίες μεταξύ κυβερνήσεων και των συνδικάτων των δημοσίων υπαλλήλων.

Επίσης, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η παραγωγικότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, δηλαδή, με την ίδια δαπάνη, στην Ελλάδα παράγεται λιγότερο έργο, σε σχέση με άλλα κράτη υψηλής διοικητικής παραγωγικότητας.

Έτσι, είναι άμεση και επιτακτική ανάγκη η αναδιοργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών και η προσαρμογή τους στις ανάγκες της κοινωνίας, όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.

 

*Ο κ. Χρήστος Κήττας είναι Οικονομολόγος, μέλος του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v