Η ευρωζώνη δεν είναι απλώς ένα πολιτικό εγχείρημα, το οποίο κρατιέται ενωμένο χάρις στην πολιτική βούληση. Στην πραγματικότητα, υπήρχε πάντα μια σαφής οικονομική λογική πίσω από τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος. Το ευρώ υποτίθεται ότι θα επέτρεπε στις μικρότερες χώρες της Ευρώπης την πρόσβαση σε μεγαλύτερες και βαθύτερες κεφαλαιαγορές, ώστε αυτές οι χώρες να απαλλαγούν από τις αέναες κρίσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους μιας αιφνίδιας παύσης στη χρηματοδότηση, κάτι που τις επιβάρυνε με ιστορικά υψηλότερο κόστος δανεισμού και καθιστούσε δύσκολο το να γίνουν ανταγωνιστικές στην ενιαία αγορά της Ευρώπης.Αυτή η οικονομική λογική συνεχίζει να υφίσταται στα θεμέλια της ευρωζώνης σήμερα, και βρίσκεται στην καρδιά της ελληνικής κρίσης. Μόλις μια χώρα χάσει την πρόσβαση στη μεγάλη κεφαλαιαγορά της ευρωζώνης, τότε τα πλεονεκτήματα της ένταξης εξανεμίζονται. Εκτός κι αν η πρόσβαση μπορεί να αποκατασταθεί γρήγορα, οπότε ίσως έχει περισσότερο νόημα να φύγει.
Η ελληνική κυβέρνηση λέει ότι θα ήθελε να κρατήσει το ευρώ, μια προτίμηση την οποία σαφώς συμμερίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Αλλά μπορεί το κυβερνών κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ να συμβιβάσει τη σκληρή αριστερή πολιτική της ατζέντα με τη λογική της συμμετοχής στην ευρωζώνη;
Αυτή η λογική απαιτεί από τις κυβερνήσεις να κάνουν τις οικονομίες τους πιο ελκυστικές για το κεφάλαιο. Η κρίση στην ευρωζώνη αποκάλυψε σοβαρές ελλείψεις στα οικονομικά μοντέλα ορισμένων χωρών. Κατά τις πρώτες ημέρες του ευρώ, το κεφάλαιο έρρεε άφθονο στις περιφερειακές οικονομίες, όπως αναμενόταν, ωστόσο οι παραγωγικές επενδυτικές ευκαιρίες ήταν ανεπαρκείς για να απορροφήσουν τα χρήματα. Αντ' αυτού, το κεφάλαιο κατέληγε σε μη εμπορεύσιμους τομείς, όπως οι οικοδομές και οι δημόσιες δαπάνες, γεγονός που αποδείχθηκε ότι είχε καταστροφικές συνέπειες.
Οι αγορές είναι απίθανο να κάνουν ξανά το ίδιο λάθος. Αυτές τις μέρες, όποιες μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων της ευρωζώνης με όρους ανάλογους με τις χώρες του πυρήνα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια στις επενδύσεις, όπως π.χ. οι άκαμπτες αγορές προϊόντων και εργασίας, η αναποτελεσματική γραφειοκρατία και η δικαιοσύνη, τα υψηλά επίπεδα της φορολογίας και τα χαμηλά επίπεδα δεξιοτήτων. Θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα, στην οποία οι χώρες ανταγωνίζονται για κεφάλαια και πόρους.
Από την άποψη αυτή, αριστεροί επικριτές της ευρωζώνης έχουν δίκιο: Η ευρωζώνη είναι ένα καπιταλιστικό ή, κατά την προσφιλέστερη ορολογία, «νεοφιλελεύθερο» -project. Αυτό θέτει ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για την κυβέρνηση στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς έχει εδώ και πολύ καιρό συμφιλιωθεί με τον καπιταλισμό, αποδεχόμενο ότι ένας δραστήριος ιδιωτικός τομέας είναι αναγκαίος για να δημιουργήσει τις θέσεις εργασίας και τα φορολογικά έσοδα που οι σοσιαλδημοκράτες θα χρησιμοποιήσουν για να πραγματοποιήσουν την αναδιανεμητική και κοινωνική τους ατζέντα. Αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχείται από ιδεολογικά αφοσιωμένους μαρξιστές, οι οποίοι έχουν αφιερώσει τη σταδιοδρομία τους στην αντικατάσταση καπιταλιστικού ανταγωνισμού με ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην ισότητα και στον έλεγχο του κράτους. Αυτό μπορεί να καταστήσει τη συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ και πιστωτών πολύ δύσκολη όσον αφορά στους όρους ενός νέου πακέτου διάσωσης.
Οι πρώτες ενδείξεις είναι σίγουρα κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρες. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει δηλώσει ότι δεν πιστεύει στη συμφωνία την οποία υπέγραψε μια εβδομάδα πριν, κατά την έναρξη συνομιλιών για ένα νέο πρόγραμμα, καθιστώντας σαφές ότι συμφωνεί μόνο με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί για να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να καταστήσει το συνταξιοδοτικό σύστημα βιώσιμο. Στις διαπραγματεύσεις, προτιμούσε διαρκώς τους υψηλότερους φόρους για τον ιδιωτικό τομέα από τις περικοπές στο δημόσιο.
Πράγματι, η Τράπεζα της Ελλάδος υπολόγισε ότι ο αντίκτυπος των προτάσεών του για να πάρει τα χρήματα από το προηγούμενο πακέτο διάσωσης θα ήταν πολύ πιο υφεσιακός από όσα απαιτούσαν οι πιστωτές.
Μια δοκιμασία για τη δέσμευση του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ότι θα κάνει τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη να λειτουργήσει, είναι οι ιδιωτικοποιήσεις, τις οποίες οι πιστωτές θεωρούν ζωτικής σημασίας όχι μόνο για την εξεύρεση χρημάτων από τις πωλήσεις, αλλά και για τα οφέλη που αποφέρουν όσον αφορά στην τεχνολογία και την τεχνογνωσία και για τη διευκόλυνση που παρέχουν στη διεύρυνση των επενδύσεων.
Για παράδειγμα, η πώληση των περιφερειακών αεροδρομίων στην Ελλάδα αναμένεται να οδηγήσει σε βελτιώσεις σε ζωτικής σημασίας υποδομές, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες για τον τουρισμό. Αλλά ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συμφωνήσει για τη δημιουργία ενός νέου ταμείου ιδιωτικοποιήσεων υπό εξωτερική εποπτεία, δεν είναι ακόμη σαφές πώς θα λειτουργήσει αυτό το ταμείο. Οι λεπτομέρειες για το ποιος θα αποφασίσει τι και για το ποια περιουσιακά στοιχεία θα πωληθούν και ποια όχι παραμένουν υπό συζήτηση. Αυτό δείχνει ότι οι εντός του ΣΥΡΙΖΑ ιδεολογικοί εχθροί των ιδιωτικοποιήσεων έχουν ακόμη περιθώριο για να ματαιώσουν τη συμφωνία.
Εξίσου προβληματικοί είναι οι τομείς πολιτικής που έχουν μέχρι στιγμής μείνει εκτός προγραμμάτων διάσωσης στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δημοσιεύσει σχέδιο νόμου με ανατροπή εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί με συντριπτική διακομματική στήριξη το 2011, μετά από μακρά διαβούλευση. Οι αλλαγές αυτές είχαν άρει τους νόμους που επέτρεπαν στους φοιτητές να εκλέξουν το ανώτερο ακαδημαϊκό προσωπικό καθώς και την απαγόρευση στην αστυνομία να μπαίνει στους χώρους των πανεπιστημίων.
Οι αλλαγές εισήγαγαν νέες δομές διακυβέρνησης με εξωτερική εποπτεία και διασφαλίσεις ότι οι διορισμοί θα γίνονταν βάσει ακαδημαϊκών επιδόσεων. Ο στόχος των νέων κανόνων ήταν να βελτιώσουν τις δεξιότητες της επόμενης γενιάς των Ελλήνων, να δώσουν ώθηση στην καινοτομία και να αξιοποιήσουν την εντυπωσιακή ακαδημαϊκή ελληνική διασπορά προκειμένου η χώρα να προσελκύσει φοιτητές από όλο τον κόσμο, φέρνοντας έσοδα στο κράτος.
Οι επικριτές λένε ότι το σχέδιο νόμου του ΣΥΡΙΖΑ θα γυρίσει το ρολόι στα ελληνικά πανεπιστήμια 30 χρόνια πίσω, αποκαθιστώντας τον έλεγχο των πανεπιστημιακών φορέων από τους φοιτητές, εξασφαλίζοντας για άλλη μια φορά ότι το Πανεπιστήμιο θα αποκτήσει και πάλι πολιτικό χαρακτήρα. Ο σκληροπυρηνικός υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς εξόργισε πολλούς στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, όταν δικαιολόγησε τα σχέδιά του να ανατρέψει τις μεταρρυθμίσεις, δηλώνοντας ότι η «αριστεία είναι μια στρεβλή φιλοδοξία».
Οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης είναι θυμωμένοι που ακόμη και τώρα που ο κ. Τσίπρας στηρίζεται στις ψήφους τους για να περάσει τη συμφωνία από το Κοινοβούλιο, επιδιώκει παράλληλα μία διχαστική αριστερή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία κινείται αντίθετα από τη λογική του προγράμματος. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της ευρωζώνης χαρακτήρισε τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις «καταστροφή» που θα πλήξει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Τα επιχειρήματα για τις ιδιωτικοποιήσεις και τα πανεπιστήμια υπογραμμίζουν το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι πιστωτές στην Ελλάδα, καθώς αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις για ένα νέο πακέτο διάσωσης. Η Ελλάδα είναι απίθανο να προσελκύσει νέες ροές κεφαλαίων χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις της οικονομίας και της κοινωνίας της. Αλλά πόσο μακριά θα πρέπει να πάνε οι πιστωτές στο να απαιτήσουν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, αντί απλώς να θέτουν δημοσιονομικούς στόχους;
Οι φορείς της ευρωζώνης φοβούνται ότι αν προσπαθήσουν να ελέγξουν την πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων ή να συμπεριλάβουν το εκπαιδευτικό σύστημα στο μελλοντικό πρόγραμμα διάσωσης, θα κατηγορηθούν για χαμηλή πολιτική, μικροδιαχείριση και προσβολή της εθνικής κυριαρχίας. Από την άλλη πλευρά, πρέπει επίσης να γνωρίζουν ότι αν μείνουν στην άκρη και αφήσουν αριστερά δόγματα να υπονομεύσουν το παραγωγικό δυναμικό της οικονομίας, το πρόγραμμα είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.