Ο πρώην επιτελάρχης του Μπαράκ Ομπάμα, Ραμ Εμάνουελ, είπε κάποτε ότι ποτέ δεν πρέπει να αφήνεις να πηγαίνει χαμένη μια σοβαρή κρίση. Ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να πάρει στα σοβαρά αυτή τη συμβουλή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διασπάται από τότε που ο Τσίπρας συμφώνησε σε σκληρές αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Όμως αυτό του δίνει την ευκαιρία να πατήσει το κουμπί «reset». Μπορεί να σχηματίσει μια αξιόπιστη και σταθερή νέα κυβέρνηση, να βάλει σε εποικοδομητική βάση τις σχέσεις με τους πιστωτές από την ευρωζώνη και να «γυρίσει» την οικονομία.
Μια τέτοια μεταμόρφωση, ομολογουμένως, θα είναι ψυχολογικά και πολιτικά δύσκολη. Ο Τσίπρας είναι ένας αριστερός προσκολλημένος σε μια χρεοκοπημένη ιδεολογία. Από την άλλη πλευρά, έχει πλέον «κόψει τις γέφυρές» του με τους πιο ακραίους συναδέλφους του. Δεν υπάρχει πλέον νόημα να προσπαθήσει να βάλει τα συμφέροντα του κόμματός του πάνω από αυτά της χώρας του.
Αν και δεν μπορεί να τηρήσει κομματική πειθαρχία, φαίνεται ότι ελπίζει πως δεν θα χρειαστεί να μοιραστεί την εξουσία. Φαίνεται να μπαίνει στον πειρασμό να προχωρήσει σε ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου και να προχωρήσει με την ανεπίσημη στήριξη από τα τρία φιλοευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης – Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ.
Όμως οι πιστωτές της Ελλάδας δεν θα έχουν και πολλή εμπιστοσύνη σε έναν τέτοιο ασταθή διακανονισμό. Αυτό έχει σημασία διότι η Αθήνα εξακολουθεί να έχει πολλά σημαντικά πράγματα να διαπραγματευτεί με την ευρωζώνη –περιλαμβανομένων των δημοσιονομικών της στόχων και της φύσης της όποιας ελάφρυνσης του χρέους. Τώρα που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιμένει περισσότερο ότι πρέπει να μειωθεί σημαντικά το χρέος της Ελλάδας, ο Τσίπρας έχει έναν σημαντικό σύμμαχο στο ζήτημα αυτό. Όμως όσο λιγότερο τον εμπιστεύονται οι πιστωτές, τόσο πιο δύσκολο θα είναι.
Οι επενδυτές και οι καταθέτες επίσης θα ανησυχούσαν πως μια κυβέρνηση μειοψηφίας μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει. Ως εκ τούτου, θα ήταν δύσκολο να ξανακάνει την οικονομία να αναπτυχθεί και, χωρίς ανάπτυξη, ο Τσίπρας και η Ελλάδα θα ήταν καταδικασμένοι στην αποτυχία.
Έτσι, ο πρωθυπουργός ίσως προσπαθήσει να ξανακερδίσει τη βουλευτική πλειοψηφία του διώχνοντας τους αντάρτες από τον ΣΥΡΙΖΑ και ζητώντας νέες εκλογές. Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει αμέσως διότι πρέπει πρώτα να περάσει μια σειρά μεταρρυθμίσεις από τη Βουλή. Στη συνέχεια πρέπει να συμφωνήσει σε ένα λεπτομερές νέο σχέδιο διάσωσης με την ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως εκλογές δεν μπορούν να διενεργηθούν πριν από τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Ο Τσίπρας μπορεί να τις κερδίσει και να μπορέσει να σχηματίσει μια σταθερή νέα κυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι ότι μπορεί να συνεχίσει να μην είναι αξιόπιστη. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο πρωθυπουργός δεν έχει καταφέρει να βρει ικανούς υπουργούς από το κόμμα του. Αν αποτύχει να σχηματίσει μια κυβέρνηση που μπορεί να εφαρμόσει το νέο πρόγραμμα διάσωσης, θα πάει κουτσαίνοντας από τη μια κρίση στην άλλη, και πάλι θα αποτύχει. Η καλύτερη επιλογή είναι να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα στηρίζεται από τα αξιόπιστα στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ και τα τρία φιλοευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης. Aυτό θα είχε τη στήριξη περίπου των δύο τρίτων των βουλευτών.
Ο Τσίπρας θα παρέμενε πρωθυπουργός – όχι μόνο διότι εξελέγη αλλά και διότι, παρά τις αποτυχίες του, εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός στο να «πλασάρει» ιδέες στον ελληνικό λαό. Όμως οι άλλοι υπουργοί θα επιλέγονταν από όλα τα κόμματα που στηρίζουν τον συνασπισμό, με μια ισχυρή έμφαση σε άτομα που είναι αποφασισμένα να είναι αποτελεσματικά.
Αν ο Τσίπρας προσφέρει στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα μια τέτοια συμφωνία, θα δυσκολεύονταν πολύ να την απορρίψουν. Ακόμα και αν κάποιοι ανησυχούσαν πως αν συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει σκληρά μέτρα αυτό θα βλάψει τις μελλοντικές εκλογικές προοπτικές τους, θα έχουν ηθική ευθύνη να συμμετέχουν.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν να θέσουν λογικούς όρους για τη συμμετοχή τους. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να επιμείνουν η κυβέρνηση να είναι μια γνήσια συνεργασία και όχι μόνο να τους προσφέρει πρόχειρα ο Τσίπρας θέσεις. Άλλωστε, η αντιπολίτευση θα παρέχει περίπου το ήμισυ της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής ισχύος.
Θα πρέπει επίσης να ζητήσουν από τον Τσίπρα να δεσμευτεί σε μια τριετή συμφωνία που θα συμπίπτει με το πρόγραμμα που διαπραγματεύεται η Αθήνα. Μέχρι το τέλος του προγράμματος, η οικονομία λογικά θα πρέπει να έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, οι πιστωτές θα πρέπει να έχουν συμφωνήσει να ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος και η κυβέρνηση θα μπορεί να χρηματοδοτείται και πάλι από τις αγορές.
Αυτό το ρόδινο σενάριο είναι εφικτό μόνο αν η Ελλάδα εφαρμόσει σωστά το πρόγραμμα. Αν τα πολιτικά κόμματα συνεχίσουν να τσακώνονται μεταξύ τους και καταρρεύσει η κυβέρνηση εθνικής ενότητας, το πρόγραμμα και πάλι θα αποτύχει. Εξ ου και η σημασία για μια τριετή δέσμευση.
Δεν θα μπορούσε μια τέτοια δέσμευση να διαλυθεί γρήγορα; Και σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν ευάλωτη μια τέτοια κυβέρνηση σε κατηγορίες για έλλειψη νομιμότητας;
Άλλωστε, ο ελληνικός λαός ψήφισε σε δημοψήφισμα με πλειοψηφία 61% έναντι 39% κατά ενός προγράμματος διάσωσης που ήταν λιγότερο σκληρό από αυτό που έχει συμφωνήσει τώρα ο Τσίπρας. Καθώς η λιτότητα θα αρχίσει να «δαγκώνει», η κυβέρνηση μπορεί να δεχθεί ανελέητες επιθέσεις τόσο από τα ακροαριστερά όσο και από τα ακροδεξιά κόμματα για περιφρόνηση της βούλησης του λαού.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα πρέπει να εξασφαλίσει μια νέα εντολή, διενεργώντας ένα δεύτερο δημοψήφισμα. Ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα πρέπει να ζητά την έγκριση όχι του προγράμματος, αλλά του τριετούς συνασπισμού που θα το εφαρμόσει. Αυτό θα αύξανε το πολιτικό κόστος για οποιοδήποτε κόμμα θα προσπαθούσε να αποχωρήσει πρόωρα.
Ένα δεύτερο δημοψήφισμα πιθανότατα θα απέφερε διαφορετικό αποτέλεσμα από το πρώτο, διότι ο Τσίπρας θα χρησιμοποιούσε τις τεράστιες ρητορικές του ικανότητες για να εξασφαλίσει μια θετική ψήφο αυτή τη φορά. Το ερώτημα θα ξεκαθάριζε επίσης πως ένα «όχι» θα σήμαινε έξοδο από το ευρώ, κάτι που δεν θέλουν οι Έλληνες.
Άρα, υπάρχει δρόμος που θα μπορούσε να μετατρέψει την κρίση σε ανάκαμψη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Τσίπρας θα τον ακολουθήσει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.