Μπορεί να μην είναι το «plan A» του, όμως καθώς οι διαπραγματεύσεις φτάνουν στην ύστατη στιγμή, ο Αλέξης Τσίπρας ρισκάρει την αποβολή της χώρας του από το ευρώ. Για κάποιους εξέχοντες υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα. Μονομιάς θα απελευθερώνονταν από τον ζυγό των εξουσιαστών της ευρωζώνης.Θα πρέπει όμως να προσέχουν τι εύχονται.
Μια έξοδος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα σήμαινε πως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει ήδη συρρικνωθεί κατά 25% από την αρχή της κρίσης, θα γίνει χειρότερη –πιθανότατα πολύ χειρότερη- προτού βελτιωθεί.
Δεν υπάρχει κάποιο πρόσφατο προηγούμενο χώρας να αποχωρεί από μια νομισματική ένωση και ταυτόχρονα να κηρύσσει χρεοστάσιο. Ο πιο κοντινός παραλληλισμός σχετίζεται με τις υποτιμήσεις που συνόδευσαν τις κρίσεις χρέους των τελευταίων 20 ετών στην Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Τα παραδείγματα αυτά υποδηλώνουν πως η αξία ενός ελληνικού εθνικού νομίσματος θα έκανε «βουτιά». Όταν η Αργεντινή έσπασε την ισοτιμία με το δολάριο το 2001, το νόμισμα υποτιμήθηκε προς το 4/1, προτού ανακάμψει. Μετά την υποτίμηση του Μεξικό από την συνδεδεμένη ισοτιμία το 1994, το πέσο υποτιμήθηκε από τα 3,4 πέσος/δολάριο στα 8 πέσος/δολάριο.
Ο Ariel Burstein, αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ο οποίος έχει μελετήσει το θέμα των μεγάλων υποτιμήσεων, υποστηρίζει πως δεν υπάρχει τρόπος να προβλεφθεί το πόσο θα μπορούσε να πέσει η δραχμή. Σε τέτοια επεισόδια, σημειώνει, οι ισοτιμίες συχνά εκτινάσσονται πέραν του επιπέδου που θα υποδήλωναν τα οικονομικά θεμελιώδη, προτού ισορροπήσουν.
Παραδοσιακά, οι υποτιμήσεις θεωρείται ότι δίνουν μια βραχυπρόθεσμη ώθηση στην ανάπτυξη. Τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα καθώς ο κόσμος αγοράζει εγχώρια προϊόντα αντί για τα ακριβότερα εισαγόμενα. Ο όγκος των εξαγωγών, με τα προϊόντα πλέον φθηνότερα στις παγκόσμιες αγορές, αρχίζει να αυξάνεται –αν και αυτό καθυστερεί να γίνει διότι οι εξαγωγείς χρειάζονται χρόνο για να βρουν νέους πελάτες. Η Βρετανία και η Ιταλία επωφελήθηκαν από τα αναπτυξιακά κίνητρα μετά τις μεγάλες υποτιμήσεις που ακολούθησαν την αποβολή των δυο αυτών χωρών από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ισοτιμιών το 1992.
Πρακτικά, η επιστροφή στη δραχμή πιθανότατα θα ήταν πολύ πιο τραυματική και η όποια άμεση ώθηση στην ανάπτυξη θα «βάλτωνε» από τα οικονομικά προβλήματα. Στην Ελλάδα, οι τράπεζες θα χρεοκοπούσαν υπό το βάρος μιας μεγάλης συναλλαγματικής διαφοράς. Θα χρωστούσαν τεράστια ποσά σε ευρώ –και όχι μόνο στην ΕΚΤ- και η αξία των περισσότερων περιουσιακών τους στοιχείων θα μετατρέπονταν σε υποτιμημένες δραχμές.
Ακόμα και αν μπορούσαν να επιβάλουν δανειακά συμβόλαια σε ευρώ στις ελληνικές εταιρείες, αυτό θα μετέφερε την αναντιστοιχεία στους εγχώριους δανειολήπτες, που πλέον πληρώνονται σε δραχμές και όχι σε ευρώ. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι τράπεζες θα είχαν πρόβλημα και η τραπεζική κρίση που θα συνόδευε μια υποτίμηση (όπως συνέβη στην Ισλανδία το 2008) είναι τοξική για την ανάπτυξη.
Οι υποτιμήσεις ακολουθούνται συνήθως από αλλαγές σε δυο βασικές μετρικές: το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα γίνονταν πλεονασματικό, σε μεγάλο βαθμό λόγω της μεγάλης πτώσης στις εισαγωγές. Ο κ. Burstein σημειώνει πως οι μεγάλες υποτιμήσεις μπορούν να συνοδεύονται από πτώση 50%, 60% ή και 70% στις εισαγωγές.
Επιπλέον, θα υπάρχει μια ακόμα πιθανή επίπτωση για την οποία οι υπέρμαχοι της υποτίμησης από τον ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα δεν θα «διαφήμιζαν»: την επίπτωση στην διανομή εισοδήματος. Λόγω των αυξανόμενων τιμών των εισαγωγών, αυξάνεται ο πληθωρισμός. Όμως σε οικονομίες που έχουν υποστεί υποτιμήσεις, συνήθως αυξάνεται περισσότερο στα αγαθά παρά στις υπηρεσίες.
Όπως αναφέρει ο Burstein, καθώς οι φτωχοί τείνουν να καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε αγαθά αντί για υπηρεσίες, πλήττονται περισσότερο από τον πληθωρισμό σε σχέση με αυτούς που έχουν υψηλότερα εισοδήματα. Οι πιο πλούσιοι επίσης μπορούν να προστατεύουν καλύτερα τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Άρα, η ελπίδα αυτών που τάσσονται υπέρ της υποτίμησης είναι μακροπρόθεσμη. Μετά τα τραυματικά πρώτα χρόνια της υποτίμησης, το Μεξικό και η Αργεντινή άρχισαν να αναπτύσσονται –στην περίπτωση της Αργεντινής με ταχύ ρυθμό.
Ο κ. Burstein επισημαίνει πως οι οικονομίες τείνουν να αναπτύσσονται περισσότερο μακροπρόθεσμα μετά από μια υποτίμηση, όμως αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι προσπαθούν να ανακτήσουν το έδαφος που χάθηκε αμέσως μετά την υποτίμηση. Επίσης, συχνά ενισχύονται από άλλους παράγοντες όπως οι χρεοκοπίες, που μειώνουν τις μεταφορές χρήματος στους ξένους πιστωτές.
Μετά το 2001, η Αργεντινή βοηθήθηκε από την «έκρηξη» στην αγορά της σόγιας, ενώ η ανάπτυξη του Μεξικό στα τέλη της δεκαετίας του 1990 βρήκε στήριξη στην νέα Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (NAFTA). Γενικά, λέει, «είναι πολύ δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς αν είναι η υποτίμηση της ισοτιμίας ή άλλοι παράγοντες που προκαλούν αυτή τη μελλοντική ανάπτυξη».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.