Σκαλαίος: Οι ελληνικές... παρανοήσεις στα ΣΔΙΤ των απορριμμάτων

Η διεθνής πρακτική και τα ελληνικά παράδοξα στις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Γιατί μπορεί να είναι επωφελείς για το δημόσιο και τους δήμους.

  • του Δημήτρη Σκαλαίου*
Σκαλαίος: Οι ελληνικές... παρανοήσεις στα ΣΔΙΤ των απορριμμάτων

Πολλά ακούστηκαν για τα «αμαρτωλά ΣΔΙΤ» κατά τους τελευταίους μήνες, αλλά και στην πρόσφατη Διαβούλευση για την διαχείριση των απορριμμάτων (ΕΣΔΑ). Με αφορμή την θετική πρωτοβουλία-πρόσκληση του ΤΕΕ για δημόσιο διάλογο με ευρεία συμμετοχή φορέων την περασμένη Παρασκευή 12/6, θα θέλαμε να παραθέσουμε ορισμένες απόψεις βασισμένες στην διεθνή πρακτική.

Στην περίπτωση της διαχείρισης απορριμμάτων, οι συμπράξεις δημοσίου ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) διεθνώς αποκαλούμενες και PPP/PFI δεν αποτελούν «επιχειρηματική δραστηριότητα» (όπως πχ. μια σύμπραξη για την αξιοποίηση ενός δημοσίου ακινήτου όπως το Ελληνικό), όπως ακούστηκε από κάποιους στην πρόσφατη εκδήλωση του ΤΕΕ, αλλά μια «εναλλακτική μέθοδο χρηματοδότησης και δημοπράτησης έργων υποδομής», όταν το κράτος δεν διαθέτει κεφάλαια και την απαιτούμενη τεχνογνωσία για την κατασκευή και αποδοτική λειτουργία των υποδομών αυτών.

Ο επενδυτής-ανάδοχος αναλαμβάνει το κόστος κατασκευής των υποδομών και πρέπει στην συνέχεια μέσω περιοδικών πληρωμών κατά την περίοδο της σύμπραξης να ανακτήσει το κόστος κατασκευής, χρηματοδότησης και λειτουργίας, πλέον ένα εύλογο επιχειρηματικό όφελος (βλ. απόδοση κεφαλαίων).

Η βασική διαφορά με ένα δημόσιο έργο μελέτης/κατασκευής, είναι ότι ο ανάδοχος θα πρέπει να εξασφαλίσει την διαθεσιμότητα των υπηρεσιών κατά την διάρκεια της σύμπραξης και παράλληλα την χρηματοδότηση των υποδομών από επενδυτές και εμπορικές τράπεζες. Προκειμένου να καταστεί εφικτή η χρηματοδότηση με όρους αγοράς, η σύμβαση σύμπραξης θα πρέπει να περιέχει όρους και εχέγγυα καταβολής των ετησίων πληρωμών από πλευράς του δημόσιου φορέα - χρήστη των υποδομών, αλλά και ευελιξία τροποποίησης των όρων σε περίπτωση βελτίωσης των δεδομένων με επιμερισμό πιθανού οφέλους μεταξύ φορέα και επενδυτή.

Δεδομένου επιπλέον ότι τα ΣΔΙΤ ανατίθενται με διαγωνιστική διαδικασία και εφόσον ο αναθέτων φορέας μεριμνήσει ώστε (α) η προδιαγραφή του έργου εξασφαλίζει ευρεία συμμετοχή καταλλήλων εταιριών και (β) η αξιολόγηση να γίνει με διαφάνεια και σύμφωνα με διεθνείς κανόνες δικαίου, το οικονομοτεχνικό αποτέλεσμα (συνδυασμός τεχνικής/ περιβαλλοντικής λύσης - και κόστους / gate fee ανά τόνο απορριμμάτων), δεν μπορεί παρά να είναι σε όφελος του φορέα και τελικά του δημότη.

Η έννοια ότι «ο επενδυτής-ανάδοχος δεν αναλαμβάνει κίνδυνο» επειδή έχει «ένα πελάτη» ή «εξασφαλισμένο έσοδο» κλπ, στερείται ουσίας καθώς η μέθοδος των ΣΔΙΤ περιλαμβάνει ακριβώς αυτό: τον επιμερισμό κινδύνων κατασκευής και λειτουργίας των υποδομών στα δύο εμπλεκόμενα μέρη τον επενδυτή/ανάδοχο και τον δημόσιο φορέα.

Οι όροι του διαγωνισμού (άρα και ο επιμερισμός των κινδύνων) είναι γνωστοί εκ των προτέρων και ίδιοι για όλους τους διαγωνιζόμενους.

Το ύψος των κινδύνων που αναλαμβάνει ο επενδύτης θα αποτυπωθεί στην οικονομική του προσφορά δηλαδή το ετήσιο κόστος (gate fee) που θα χρεώνει στον φορέα. Είναι έτσι θέμα του δημοσίου φορέα (χρήστη των υπηρεσιών) που ορίζει τους όρους του διαγωνισμού, ποιους κινδύνους του έργου και σε ποιο βαθμό θέλει και μπορεί να αναλάβει, ώστε να πετύχει χαμηλότερο κόστος διαχείρισης (gate fee) χωρίς παράλληλα να ρισκάρει την διαθεσιμότητα των υποδομών.

Το θέμα της «Ελάχιστης εγγυημένης ποσότητας»

Το έσοδο που σχετίζεται με την ελάχιστη εγγυημένη ποσότητα (ΕΕΠ) έχει άμεση συσχέτιση με το ύψος του project finance που θα υποστηρίξει το έργο. Σε τέτοια έργα, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν συντηρητικά ποσότητες και έσοδα που δεν είναι εγγυημένα. Με σταθερά τα υπόλοιπα δεδομένα, υψηλότερη ΕΕΠ οδηγεί σε καλύτερη κεφαλαιουχική δομή και χαμηλότερο μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου για το έργο, που συνεπάγεται μείωση του κόστους ανά τόνο (gate fee) που ο επενδυτής θα χρεώνει στην αναθέτουσα αρχή. Εφόσον ο αναθέτων φορέας ορίσει με σύνεση την ΕΕΠ, θα πετύχει τελικά χαμηλότερο κόστος στην διάρκεια ζωής του έργου.

Δαπάνες συντήρησης του έργου/ Παράδοση υποδομών στον δημόσιο φορέα στο τέλος της σύμβασης
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα για χρήση της μεθόδου ΣΔΙΤ σε έργα παροχής δημόσιων υπηρεσιών & υποδομών, είναι ότι μέσω των ΣΔΙΤ επιτυγχάνεται η βελτιστοποίηση (μείωση) του κόστους παροχής των υπηρεσιών και διαθεσιμότητας των υποδομών στην διάρκεια ζωής του έργου. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ανάθεσης σε ιδιωτικούς φορείς του σχεδιασμού, της κατασκευής, διαχείρισης και συντήρησης των υποδομών αυτών.

Στην Ελλάδα -προφανώς για λόγους επιπλέον εξασφάλισης του δημοσίου- προβλέπεται υποχρεωτικό ελάχιστο επίπεδο δαπανών συντήρησης και ανανέωσης του εξοπλισμού, κάτι που δεν είναι σύνηθες διεθνώς, καθώς το ενδιαφέρον συντήρησης και ανανέωσης του εξοπλισμού κατά την διάρκεια ζωής του έργου απασχολεί εξίσου τον επενδυτή όσο και τις χρηματοδότριες τράπεζες δεδομένου ότι η ομαλή λειτουργία των υποδομών χωρίς διακοπές εξασφαλίζει την οικονομική δυνατότητα του έργου να αποπληρώνει δανεισμό και να αποδίδει μέρισμα στους μετόχους.

Είναι έτσι σύνηθες διεθνώς σε τέτοια έργα, τα θέματα συντήρησης και ανανέωσης εξοπλισμού να αντιμετωπίζονται συμβατικά με υποχρέωση διαρκούς διαθεσιμότητας υποδομών και υπηρεσιών στην σύμβαση παραχώρησης, ειδικούς όρους που διέπουν την παράδοση του υποδομών στην αναθέτουσα αρχή με την λήξη της σύμβασης και ορισμός ελάχιστου επίπεδου κατάστασης υποδομών κατά την παράδοση.

Επιπλέον, υπάρχουν ειδικοί όροι δανειακών συμβάσεων για θέματα συντήρησης. Οι τράπεζες ορίζουν ανεξάρτητο τεχνικό σύμβουλο ο οποίος θα ελέγχει τις εγκαταστάσεις και θα συμβουλεύει για θέματα κατάστασης υποδομών και επενδύσεων σε ανανέωση εξοπλισμού.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να αναφερθούμε στο κρίσιμο θέμα της διάρκειας της σύμπραξης. Είναι εύλογη διάρκεια σύμβασης 12, 15 ετών ή 27 ετών όπως προβλέπεται σήμερα; Η απάντηση και σε αυτό το θέμα είναι οικονομικής φύσης. Μεγαλύτερη διάρκεια δημιουργεί ευχέρεια του αναδόχου να χρεώνει χαμηλότερο ετήσιο και ανά τόνο κόστος στον φορέα, αφού έχει μεγαλύτερο χρόνο για ανάκτηση της επένδυσης και επίτευξη απόδοσης κεφαλαίων. Σε μια διαφανή διαγωνιστική διαδικασία η παραπάνω παράμετρος λαμβάνεται υπόψη από τους συμμετέχοντες κατά την κατάρτιση των προσφορών.

Βασικό συμπέρασμα: Εφόσον η διαγωνιστική διαδικασία επιλογής αναδόχου γίνει με διαφάνεια και διεθνείς προδιαγραφές και παραμέτρους αξιολόγησης, η μέθοδος των ΣΔΙΤ μπορεί να αποδώσει χαμηλά ετήσια κόστη και υψηλά επίπεδα διαθεσιμότητας υποδομών. Δυστυχώς, συχνά (όχι πάντα) η «Ελληνική πρακτική» δημοσιών έργων με περιορισμένη συμμετοχή και αποκλεισμό ικανών υποψηφίων για τυπικούς λόγους, δημιουργεί στρεβλώσεις και στα ΣΔΙΤ, όπως γενικότερα στα δημόσια έργα στην Ελλάδα, αυξάνοντας τελικά το κόστος των έργων εις βάρος του δημότη και του φορολογούμενου.

* Ο Δημήτρης Σκαλαίος είναι Partner της Sigmacatalyst Partners


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v