Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γιατί τόσο μίσος για την αριστεία;

Επειδή η αριστεία είναι μία μορφή διαρκούς αναζήτησης της τελειότητας –με την τελευταία να τροφοδοτεί την προσπάθεια– μισείται από όλους αυτούς που στην θέση σκεπτόμενων πολιτών θέλουν να υπάρχουν απλοί... υπήκοοι. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Η γένεση της αριστείας ιστορικά συμπίπτει με την ανάδυση της προσωκρατικής Ελλάδας, στην οποία η απόρριψη του μύθου και η ανάδειξη του ορθού λόγου φέρνει τους αρχαίους Έλληνες αντιμέτωπους με την αναζήτηση της τελειότητας –αναζήτηση που εκφράζεται ως κλασσικό πνεύμα και γίνεται υποδειγματική γιατί δείχνει τις πολλαπλές δυνατότητες της παρουσίας της ιδέας ως μορφή της αριστείας.

Μία αριστεία, όμως, η οποία συνδέεται άμεσα με την έννοια της ελευθερίας, με την τελευταία θεωρουμένη ως αγώνισμα καταξιώσεως, ως επιλογή για την καταλληλότερη μέθοδο και το ορθότερο αποτέλεσμα.

Συνεπώς, ως προϋπόθεση της αριστείας, η ελευθερία δεν ήταν απλή αποδέσμευση του αυθόρμητου, ούτε ψευδαίσθηση και συμβολισμός του απωθημένου. Ενείχε μεγαλείο, γιατί ήταν αναζήτηση του αληθινού ανθρώπινου.

Οι αρχαίοι Έλληνες για πρώτη φορά ανακάλυπταν ότι μέθεξη για την τελειότητα σήμαινε απαλλαγή από τις προκαταλήψεις, από τα μυθεύματα, τις προλήψεις και τις ποικίλες προβολές της φαντασίας. Για πρώτη φορά οι Έλληνες άφηναν τον νου τους να λειτουργεί, να ανακαλύπτει τους νόμους της λογικής, την ταυτότητα, την αιτιότητα, την αποφυγή της αντίφασης.

Στο πλαίσιο αυτό, στην Ελλάδα της προσωκρατικής εποχής η αριστεία συνδέθηκε με την ελευθερία –γεγονός πολυσήμαντο, που άνοιγε τον δρόμο στην κριτική. Κατ' επέκταση, ο νους όφειλε να ξεχωρίζει το ορθό από το εσφαλμένο, το αληθινό από το ψεύτικο, το πραγματικό από το φανταστικό.

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο καθηγητής Φιλοσοφίας κ. Γεώργιος Μποζώνης, η μετέπειτα σωκρατική μαιευτική ξεσκέπαζε τον κόσμο της πλάνης. Ο έλεγχος και η ανασκευή αποτελούσαν μεθοδολογικά όπλα, που έκριναν την αντοχή των πεποιθήσεων, των πίστεων, των απόψεων. Η γνώμη δεν ήταν γνώση. Την πρώτη μπορούσε κανείς να αναιρεί, την δεύτερη να επαληθεύει και να επιβεβαιώνει. Η αναγωγή του μερικού στο γενικό, η επαλήθευση του μερικού από τους κανόνες του γενικού, επέτρεπαν στον διαλεκτικό να προβαίνει σε αναλύσεις και συνθέσεις. Η διανόηση είναι διάλογος της ψυχής προς τον εαυτό της. Ο λόγος και ο αντίλογος στελεχώνουν την διαλεκτική και την περιβάλλουν με εγκυρότητα.

Στην βάση αυτής της διάστασής της, η ελευθερία, που αναζητά την αριστεία και την τελειότητα, δεν τοξεύει το αδύνατο ούτε άκριτα απεύχεται το καθιερωμένο. Στην εποχή της, έτσι, η παιδεία δεν ήταν πολυμάθεια αλλά έρως για την τελειότητα. Δεν είχε σχέση με τον καταναγκασμό. Σού προσέφερε κίνητρα, σού αφύπνιζε τον ενθουσιασμό, σε γέμιζε αισιοδοξία.

Η ευδαιμονία δεν μετεφέρετο στην μεταθανάτια ζωή, αλλά αποτελούσε αγώνισμα αρετής μέσα στην ίδια την ζωή. Ο σοφός ήταν το ιδανικό. Δεν υπήρχε η ενσάρκωσή του. Όσοι αγαπούσαν την αλήθεια ήταν φιλόσοφοι. Και η φιλοσοφία ήταν ύφος ζωής, ατομικής και κοινωνικής. Πώς ποτ' αν πόλις άριστα οικοίη και ιδία πώς αν τις βέλτιστα τον αυτού βίον διαγάγοι (Πλατ. Νομ. Ι, 702 a). Η αυτογνωσία είναι θεραπεία ψυχής, αναζήτηση της δημιουργικότητας μέσα μας, που εκφράζεται έξω μας ως κοινωνισμός, γράφει ο καθηγητής Γεώργιος Μποζώνης.

Από τα λόγια του προκύπτει ξεκάθαρα γιατί οι άνθρωποι των τελικών λύσεων, των μεταφυσικών παραδείσων, του άκρατου λαϊκισμού και της παραπλανητικής ασυναρτησίας θεωρούν την αριστεία εχθρός τους. Επειδή γνωρίζουν ή διαισθάνονται ότι η ροπή προς την αριστεία εκφράζεται ως δημιουργικότητα και άρα είναι δρόμος που οδηγεί στην ευδαιμονία, δεν θέλουν ο άνθρωπος από μόνος του να γίνεται καλύτερος από αυτό που είναι.

Τον θέλουν άκριτο και άβουλο, γιατί έτσι χειραγωγείται εύκολα και γίνεται εργαλείο κατάληψης της εξουσίας. Δεν θέλουν ο άνθρωπος να ελπίζει, να δημιουργεί και να χαίρεται αυτά που δημιούργησε. Τον προτιμούν απολιθωμένο και αποβλακωμένο, γιατί έτσι γίνεται εύκολη λεία στις εξουσιαστικές ορέξεις που κρύβονται πίσω από δήθεν «οράματα» και λοιπές ηλιθιότητες.

Ο άνθρωπος ελπίζει, δημιουργεί και χαίρεται τα δημιουργήματά του. Η πράξη εκφράζει την ηθική διάσταση της τελειότητας. Η τέχνη την αισθητική. Αυτά τα δύο δεν συγχέονται, ούτε ταυτίζονται. Είναι επαλλάσσουσες έννοιες, με κοινό χαρακτήρα την δημιουργικότητα. Διαφέρουν, όμως, στην κοινωνική τους διάσταση. Η ηθική προβληματίζεται πάνω στην συμπεριφορά του ατόμου ως προσώπου, ενώ η τέχνη εκφράζει την ελευθερία ως πλάσιμο μορφών. «Οι πράξεις μας μάς ακολουθούν, ενώ τα έργα μας ζουν πέρα από μάς», γράφει ο Gilson.

Οι αναβαθμοί της τελειότητας φαίνονται στα κατορθώματα του ανθρώπου ως ηθικού όντος, αποκαλύπτονται στα καλλιτεχνήματα ως αντανακλάσεις της ωραιότητας.

Μέσα σε τέτοια προοπτική, η ιστορία του πολιτισμού είναι γεμάτη από υπέροχα αγωνίσματα, που μάς γεμίζουν θάμβος. Και το θάμβος είναι η πρόγευση και η παρόρμηση για την αριστεία και την τελειότητα.

Αυτήν που οι εχθροί των ανθρώπων μισούν, όπως συμβαίνει και με τον εαυτό τους...

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v