Η Αθήνα έχει αγωνιστεί να κάνει τους πιστωτές της από την ευρωζώνη να μιλήσουν για ελάφρυνση του χρέους. Και αυτό διότι δεν είναι το πιο επείγον ζήτημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Μια βραχυπρόθεσμη έλλειψη ρευστού θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια χρεοκοπία μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες. Αν όμως οι διαπραγματευτές λύσουν την άμεση κρίση –και οι οιωνοί δεν είναι καλοί- στο τραπέζι θα πρέπει να μπει η ελάφρυνση χρέους.
Το χρέος, που αναδιαρθρώθηκε το 2012, είναι τεράστιο -313 δισ. ευρώ ή 175% του ΑΕΠ. Όμως το μεγαλύτερο μέρος, περίπου 184 δισ. ευρώ, οφείλεται στις κυβερνήσεις της ευρωζώνης και ο τόκος είναι χαμηλός. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν χρειάζεται να αρχίσει να αποπληρώνει το χρέος αυτό μέχρι το 2020 και στη συνέχεια θα έχει πάνω από 30 χρόνια στη διάθεσή της για την αποπληρωμή. Η παρούσα αξία του χρέους αυτού, αυτό δηλαδή που αξίζει σήμερα, είναι πολύ χαμηλότερη απ' όσο είναι η επίσημη ονομαστική του αξία.
Η Ελλάδα όμως έχει άλλες τέσσερις πηγές δανεισμού: χρωστά 27 δισ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 20 δισ. ευρώ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ομόλογα σε ιδιώτες επενδυτές καθώς και βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια.
Το ιδιωτικό χρέος δεν είναι άμεσο πρόβλημα διότι το μεγαλύτερο μέρος έχει και αυτό επαναπρογραμματιστεί ώστε να η περίοδος αποπληρωμής να εκτίνεται σε μια μακρά χρονική περίοδο. Ούτε είναι άμεσο πρόβλημα τα έντοκα, καθώς η Αθήνα μπορεί ακόμα να τα μετακυλείει στη λήξη τους.
Ωστόσο, το χρέος προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ είναι προβληματικό διότι το μεγαλύτερο μέρος του λήγει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Πράγματι, υπάρχει στενότητα τους επόμενους μήνες, καθώς μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου η χώρα πρέπει να καταβάλει πληρωμές άνω των 10 δισ. ευρώ.
Επιπλέον, το χρέος του ΔΝΤ και της ΕΚΤ δεν μπορεί να αναπρογραμματιστεί χωρίς να παραβιαστούν κανόνες και συνθήκες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η προσοχή των τρεχουσών διαπραγματεύσεων στρέφεται στην χορήγηση περισσοτέρων κεφαλαίων στην Ελλάδα, προκειμένου να μπορέσει να αποπληρώσει αυτές τις υποχρεώσεις.
Τόσο η Ελλάδα όσο και οι πιστωτές της συμφωνούν πως η επίλυση αυτού του ζητήματος είναι η πιο πιεστική ανάγκη. Όμως διαφωνούν ως προς το ποιοι όροι θα πρέπει να συνοδεύουν την παροχή περισσοτέρων δανείων. Και αυτό σημαίνει πως τώρα υπάρξει σοβαρός κίνδυνος η Ελλάδα να χρεοκοπήσει.
Αν αποφευχθεί αυτό το σενάριο, τότε το ζήτημα της πιο μακροπρόθεσμης ελάφρυνσης του χρέους θα μπει στο τραπέζι. Δεν είναι μόνο ότι η Ελλάδα θέλει την αναδιαπραγμάτευση, αλλά και το ΔΝΤ θεωρεί πως είναι απαραίτητο να γίνει βιώσιμο το χρέος της χώρας.
Η ευρωζώνη επίσης θα δεχθεί πιέσεις να παράσχει επιπλέον δάνεια στην Αθήνα, διότι τα χρήματα που παραμένουν στο τρέχον πρόγραμμα διάσωσης δεν θα είναι αρκετά για να καλύψουν όλες τις πληρωμές προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Επιπλέον, η χώρα έχει άλλες ανάγκες, όπως η αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τους προμηθευτές, η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, και η αποπληρωμή των αναγκαστικών δανείων από τους ΟΤΑ.
Αφού η ευρωζώνη δεν θα συμφωνήσει σε απομείωση των δανείων της, η προφανής λύση είναι να δοθεί στην Αθήνα μια ακόμα μεγαλύτερη «περίοδος χάριτος» προτού χρειαστεί να αρχίσει να ξεχρεώνει τις οφειλές της και να επιμηκυνθεί η περίοδος αποπληρωμής. Στο σενάριο αυτό, η παρούσα αξία του χρέους και πάλι θα συρρικνωθεί.
Ορισμένοι παρατηρητές παραπονιούνται πως μια τέτοια κίνηση δεν θα έκανε κάτι για να μειώσει το αρχικό ποσό του ελληνικού χρέους. Αν και αυτό δεν θα είχε σημασία αν όλοι ήταν λογικοί κα επικεντρώνονταν στην παρούσα αξία, μπορεί και πάλι να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη και να αποτρέψει συνεπώς μια σωστή οικονομική ανάκαμψη.
Εδώ είναι που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο λίγο financial engineering. Η ελληνική κυβέρνηση έχει προτείνει τον διαχωρισμό του μεγαλύτερου μέρους του χρέους προς την ευρωζώνη σε δυο μέρη. Το ένα θα έχει υψηλότερο επιτόκιο. Το άλλο δεν θα έχει καθόλου τόκο. Η Αθήνα θέλει στη συνέχεια αυτό το χρέος με «μηδενικό κουπόνι» να διαγραφεί σταδιακά.
Αν και η ευρωζώνη δεν θα αποδεχθεί το κομμάτι τις διαγραφής σ' αυτή την ιδέα, ωστόσο το σχέδιο για διαχωρισμό του χρέους θα μπορούσε να τροποποιηθεί ώστε να γίνει εφικτό. Το «κλειδί» είναι ότι το χρέος «μηδενικού κουπονιού» θα είχε πολύ χαμηλότερη παρούσα αξία απ' ότι η ονομαστική του αξία. Αν η Ελλάδα μπορούσε να βρει κάποιους οργανισμούς να αναλάβουν αυτό το παθητικό έναντι μιας πληρωμής που θα ισοδυναμεί με την παρούσα αξία, θα μειώνονταν σημαντικά η ονομαστική αξία του χρέους της.
Οι εταιρείες και οι διαχειριστές των projects υποδομής ίσως να ενδιαφέρονταν. Ουσιαστικά θα λάμβαναν μακροπρόθεσμα δάνεια, που θα αποπλήρωναν σε μια δόση με τα επιτόκια μαζεμένα όλα σε ένα. Η ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορούσε να ανεχτεί μια τέτοια χρηματοδότηση, καθώς χρειάζεται να τονώσει τις επενδύσεις.
Το «κόλπο» είναι ότι οι εταιρείες ή οι διαχειριστές projects υποδομών θα λάμβαναν «μπροστά» το ρευστό από την Ελλάδα –που θα πρέπει να δανειστεί τα χρήματα από νέους δανειοδότες- αλλά θα αποπλήρωναν τα δάνεια προς τους πιστωτές της Αθήνας. Θα πρέπει να συμφωνήσουν σε μια αλλαγή στον αντισυμβαλλόμενο, όμως δεν θα χρειάζονταν να διαγράψουν κανένα δάνειο.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να εξισορροπήσει την απαίτηση της Ελλάδας για χαμηλότερο αρχικό χρέος με την απροθυμία των κυβερνήσεων της ευρωζώνης να παραδεχθούν στους φορολογούμενούς τους ότι έχασαν χρήματα που δάνεισαν στην Αθήνα.
Φυσικά, ορισμένες πιστώτριες χώρες θα ρωτήσουν γιατί να προσφέρουν ακόμα περισσότερη βοήθεια στην Ελλάδα. Η απάντηση, εν μέρει, είναι ότι η κατάρρευση μιας χώρας που βρίσκεται τόσο κοντά τους, δεν είναι προς το συμφέρον τους.
Είναι όμως και κάτι ηθικό. Οι χώρες της ευρωζώνης απέτρεψαν την χρεοκοπία της Ελλάδας στην αρχή της κρίσης διότι φοβούνταν πως αυτό θα είχε ως συνέπεια να χρεοκοπήσουν και οι δικές τους τράπεζες, που είχαν δανείσει στην Αθήνα το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους. Ως εκ τούτου, φέρουν κάποιο μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση της Ελλάδας και μέρος της ευθύνης για την εξεύρεση λύσης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.