Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Nixon: Λύση για την Ευρώπη οι μεταρρυθμίσεις με... ανταλλάγματα

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ευρωζώνη χρειάζεται μεταρρυθμίσεις που οι περισσότεροι πολιτικοί δεν θέλουν να αναλάβουν. Πολλά κράτη διστάζουν να δώσουν αρμοδιότητα στις Βρυξέλλες να τις προωθήσει μέσω κινήτρων. Ίσως το σοκ ενός Grexit βοηθήσει.

  • του Simon Nixon
Nixon: Λύση για την Ευρώπη οι μεταρρυθμίσεις με... ανταλλάγματα
Οποιοδήποτε κι αν είναι το αποτέλεσμα της ατελείωτης ελληνικής κρίσης, έχει ήδη καταδείξει μία σημαντική πρόκληση για την ευρωζώνη: Πώς θα δώσει κίνητρα σε ένα κράτος μέλος ώστε αυτό να επιδιώξει μεταρρυθμίσεις ωφέλιμες όχι μόνο για τη δική του ευημερία, αλλά και για αυτήν κάθε άλλης χώρας με την οποία είναι συνδεδεμένο; Πώς μπορούν κυρίαρχες και ανεξάρτητες κυβερνήσεις – συμπεριλαμβανομένων και αυτών που δεν αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο άμεσης χρεοκοπίας, εφόσον αρνούνται να δεχτούν τους όρους που συνδέονται με ένα πρόγραμμα διάσωσης – να πειστούν, ώστε να διεξαγάγουν μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν τις οικονομίες τους πιο ευέλικτες, άρα και καλύτερα εξοπλισμένες για να απορροφούν τους κραδασμούς;

Η ευελιξία είναι ουσιώδης σε μία νομισματική ένωση όταν τα κράτη μέλη δεν μπορούν να βασιστούν σε παραδοσιακά μέσα αντιμετώπισης προβλημάτων, π.χ. στην υποτίμηση, στο τύπωμα χρήματος ή στα ελλείμματα. Αυτό είναι άλλωστε και ένα επιχείρημα που εκφράζει και η ΕΚΤ επανειλημμένως: ο όρος «δομικές μεταρρυθμίσεις» υπάρχει στο 1/3 όλων των ομιλιών από τότε που εισήχθη το ευρώ, όπως ανέφερε ο Μάριο Ντράγκι σε ομιλία του τον περασμένο μήνα. Ωστόσο, παρά τους κραδασμούς των τελευταίων επτά χρόνων, οι κυβερνήσεις καθυστερούν να υιοθετήσουν μέτρα για τη μείωση του δημοσίου τομέα, της γραφειοκρατίας και για την απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και εργασίας.

Η Ελλάδα είναι ακραία περίπτωση. Η ανελαστικότητα της οικονομίας της υπήρξε βασικός παράγοντας τόσο κατά την ανάπτυξή της όσο και κατά την κατάρρευσή της: Όταν το φθηνό χρήμα έρρεε στη χώρα τα πρώτα χρόνια του ευρώ, απλώς δεν υπήρξαν οι επενδυτικές ευκαιρίες στον δυσλειτουργικό της ιδιωτικό τομέα για να το απορροφήσουν. Αντ' αυτού, η ρευστότητα αυτή χρησιμοποιήθηκε για την επέκταση του επίσης δυσλειτουργικού δημόσιου τομέα της. Όταν η ροή του χρήματος σταμάτησε αυτή η έλλειψη ευελιξίας εμπόδισε τη χώρα από το να ισορροπήσει ξανά. Ακόμα χειρότερα, η αποτυχία της να μεταρρυθμίσει τη δημόσια διοίκηση και το συνταξιοδοτικό σύστημα σήμαινε πως τα δημόσια οικονομικά θα έπρεπε να εξισορροπιστούν από τη φορολογία, γεγονός που εξασθένησε ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες ανάπτυξης.

Αλλά η Ελλάδα δεν είναι μόνη της. Η οικονομία της Πορτογαλίας υπέφερε από τα ίδια προβλήματα, παρότι σε μικρότερη κλίμακα. Έχει πάει πολύ πιο μακριά από την Ελλάδα στην αντιμετώπιση της οικονομικής της δυσκαμψίας – και ως αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή απολαμβάνει μια επαρκή ανάπτυξη – αλλά μεγάλες ανισορροπίες παραμένουν, ειδικά σε ό,τι αφορά το μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, κάτι που την καθιστά ευάλωτη σε οποιαδήποτε απώλεια της εμπιστοσύνης από την πλευρά των αγορών, ειδικά αν αναστρέψει την πορεία των μεταρρυθμίσεων.

Εν τω μεταξύ, η αδυναμία των οικονομιών της Γαλλίας και της Ιταλίας τον προηγούμενο χρόνο έφεραν την ευρωζώνη στα όρια του αποπληθωρισμού, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να αρχίσει να αγοράζει κυβερνητικά ομόλογα.

Οι πολιτικοί δεν θέλουν να εφαρμόζουν δομικές μεταρρυθμίσεις διότι αυτές αναπόφευκτα σημαίνουν σύγκρουση με ισχυρά συμφέροντα. Το να κάνει κανείς μια οικονομία πιο ευέλικτη θα σημάνει την αποδυνάμωση στην προστασία κάποιων επαγγελμάτων, την αύξηση στις ηλικίες συνταξιοδότησης ή την απομάκρυνση κάποιων προνομίων και κανονιστικών ορίων, τα οποία πιθανόν εμποδίζουν τον ανταγωνισμό, κρατούν ψηλά το κόστος και αποτρέπουν όσους δεν είναι ήδη στην αγορά να μπουν σε αυτήν. Κάποιοι λίγοι πολιτικοί, και μάλιστα μερικοί από αυτούς είναι μέσα στην ελληνική κυβέρνηση, είναι ιδεολογικά αντίθετοι σε αυτό που θεωρούν νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Πολλοί άλλοι, λειτουργώντας πιο υπόγεια, ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις, αλλά ταυτόχρονα λένε ότι αυτές διακινδυνεύουν να αποδυναμώσουν τη ζήτηση και θα πρέπει να τις καθυστερήσουν μέχρι η οικονομία να αναπτυχθεί.

Κανείς ακούει συχνά αυτό το επιχείρημα από τους υποστηρικτές της ελληνικής κυβέρνησης ως λόγο για τον οποίο η ευρωζώνη θα έπρεπε να βάλει νερό στο κρασί της σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις για μεταρρύθμιση. Αλλά το επιχείρημα αυτό είναι προβληματικό. Όπως είπε ο κ. Ντράγκι σε ομιλία του αυτήν την εβδομάδα, οι αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις μπορούν να αυξήσουν τη ζήτηση ακόμα βραχυπρόθεσμα, καθώς θα αυξήσουν μακροπρόθεσμα τη δυναμική της οικονομίας, κάτι που με τη σειρά του θα κάνει τις εταιρίες πιο αισιόδοξες για τα μελλοντικά τους έσοδα και κέρδη και συνεπώς πιο πρόθυμες να επενδύσουν. Ομοίως, το να αυξήσει κανείς τις ηλικίες συνταξιοδότησης θα σήμαινε ταυτόχρονη μείωση της ανάγκης για αποταμίευση, αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση και άρα τις προσδοκίες για ανάπτυξη.

Σε μία εποχή που το κόστος δανεισμού δεν ήταν ποτέ χαμηλότερο και ο δανεισμός από την πλευρά των τραπεζών έχει αρχίσει να ανακάμπτει για πρώτη φορά μέσα σε επτά χρόνια, είναι η καλύτερη ώρα για τις κυβερνήσεις να κάνουν μεταρρυθμίσεις ώστε να αυξήσουν τις προσδοκίες για ανάπτυξη και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις, ειδικά σε τομείς που είναι πολύ πιθανό να υπάρχει συσσωρευμένη ζήτηση.

Όμως τα καλά επιχειρήματα είναι απίθανο να φανούν αρκετά, ώστε να αναγκάσουν τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης σε δράση, καθώς στο πολωμένο πολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης κάθε δομική μεταρρύθμιση γίνεται αναπόφευκτα αντικείμενο επίθεσης, υπό τη μόνιμη επωδό της λιτότητας. Άλλωστε, αν η Ελλάδα δεν μπορεί να πειστεί να κάνει μεταρρυθμίσεις ακόμα κι όταν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο οικονομικής καταστροφής, τι πιθανότητες έχουν οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λάβουν σκληρές αποφάσεις, τώρα που απολαμβάνουν μια απροσδόκητη ανακούφιση χάρις στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης;

Πιο πιθανό είναι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ιαπωνίας, η οποία αποφεύγει τη μεταρρύθμιση εδώ και 20 χρόνια. Αυτό όμως αυξάνει τον κίνδυνο να ξεθωριάσει κάποια στιγμή η κυκλική επίδραση της ποσοτικής χαλάρωση και έτσι τα ποσοστά δυνητικής ανάπτυξης της ευρωζώνης να παραμείνουν χαμηλά ως μακροχρόνιο εμπόδιο στις επενδύσεις και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι θα χρειαστεί κάτι πιο θαρραλέο. Αυτόν το μήνα, οι πρόεδροι της Κομισιόν, της Ευρωβουλής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της ΕΚΤ θα εκθέσουν τις σκέψεις τους για το πώς θα πρέπει να ισχυροποιήσουν το ενιαίο νόμισμα σε μία έκθεση που θα συζητηθεί κατά τη διάρκεια συνάντησης των Ευρωπαίων ηγετών. Μία ιδέα που κυκλοφορεί στους κύκλους των Βρυξελλών είναι ότι η ευρωζώνη θα πρέπει να δώσει κίνητρα για δομικές μεταρρυθμίσεις με το να συστήσει ένα κοινό προϋπολογισμό μόνο για τις χώρες οι οποίες εκπληρώνουν συγκεκριμένους στόχους μεταρρυθμίσεων. Ο στόχος θα είναι να δημιουργηθεί μία νέα διαδικασία σύγκλισης, ανάλογη με εκείνη που έκανε τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν για την ένταξή τους στην ευρωζώνη.

Αλλά αυτό θα είναι μάλλον πολύ ριζοσπαστικό για κάποια μέλη, τα οποία εξακολουθούν να είναι πολύ επιφυλακτικά στο να παραχωρήσουν στις Βρυξέλλες οποιαδήποτε φοροεισπρακτική ισχύ. Η Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης λέει ότι ένα τέτοιο μεγάλο βήμα έρχεται μόνο ως απάντηση σε μία μεγάλη κρίση.

Θα μπορούσε ίσως μια ελληνική έξοδος από το ευρώ να είναι ο καταλύτης;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v