Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Βάλτε τα τεκμήρια στη μάχη για το ΦΠΑ

Το πρόβλημα με τα έσοδα του ΦΠΑ δεν είναι οι συντελεστές αλλά οι χαμηλές εισπράξεις. Πώς τα τεκμήρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν όπλο για την αύξηση της εισπραξιμότητας. Τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση με τις επιχειρήσεις. Γράφουν οι Μ. Πόλυγγερ - Χ. Κολίντζα.

  • των Μιχάλη Πόλυγγερ και Χριστίνας Κολίντζα*
Βάλτε τα τεκμήρια στη μάχη για το ΦΠΑ

Μετά την απόρριψη των ελληνικών θέσεων για τους νέους συντελεστές του Φ.Π.Α. και τα μέτρα που τον ακολουθούν, από τους εταίρους μας, το υπουργείο Οικονομικών ψάχνει τρόπο να επαναπροσδιορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις του αρχικού του σχεδίου και να παρουσιάσει μια νέα βελτιωμένη πρόταση, ώστε να τύχει της αποδοχής που απαιτείται, φέρνοντας έτσι πιο κοντά τη χώρα στην πολυπόθητη συμφωνία.

Η αρχική πρόταση προέβλεπε μεταξύ των άλλων 2 συντελεστές Φ.Π.Α., έναν κανονικό στο 15% και έναν μειωμένο στο 6,5%, οι οποίοι θα αυξάνονταν κατά 3 μονάδες αν οι συναλλαγές δεν διεκπεραιώνονταν μέσω πλαστικού χρήματος.

Οι αντιρρήσεις των δανειστών έγκεινται στη διαφοροποίηση των συντελεστών ανάλογα με τον τρόπο πληρωμής, η οποία αντίκειται στον κανονισμό της Ε.Ε. καθώς και στη στέρηση εσόδων από τη μείωση των συντελεστών.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως για την ελληνική κυβέρνηση, πέρα από τον προσδιορισμό του ακριβούς ποσοστού συντελεστών, που λογιστικά θα οδηγήσει στην αύξηση των κρατικών εσόδων, είναι η δυνατότητα είσπραξης του Φ.Π.Α. αυτού. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ η υστέρηση των εσόδων του Φ.Π.Α. την περίοδο 2000-2011 αγγίζει το 30%, ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. φτάνει μόλις το 15%.

Η χρήστη πλαστικού χρήματος φαίνεται να είναι μέτρο που συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά αφορά τις συναλλαγές για τις οποίες εκδίδονται τα απαραίτητα φορολογικά παραστατικά.

Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί, όμως, η έκδοση των αναγκαίων αυτών στοιχείων ώστε να πιστοποιούνται οι πραγματοποιηθείσες συναλλαγές και να υπάρχει η δυνατότητα απαίτησης του Φ.Π.Α. εκ μέρους των φορολογικών αρχών; Είναι δυνατόν να αφεθεί απλώς στη φορολογική συνείδηση του κάθε ιδιώτη και επιχειρηματία; Ή μήπως πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα ισχύοντα μέτρα και κίνητρα ώστε να έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα;

Τα τεκμήρια διαβίωσης και τα λοιπά τεκμήρια που έχουν εγκατασταθεί στη φορολογική νομοθεσία τα τελευταία έτη θα μπορούσαν να συνοδεύονται από τις αντίστοιχες αποδείξεις αγορών. Για παράδειγμα, το τεκμήριο διαβίωσης έστω 3.000 € θα μπορούσε να αναλύεται βάσει των αναγκών που υποτίθεται ότι καλύπτει, σε καθορισμένα ποσοστά για τα είδη διατροφής, ρουχισμού, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τηλεπικοινωνιών κ.λπ., των οποίων οι αγορές θα πραγματοποιούνται μέσω πλαστικού χρήματος, άλλα παράλληλα θα καταγράφονται στη γνωστή σε όλους αλλά σχεδόν αχρησιμοποίητη μέχρι τώρα φοροκάρτα, ανά κατηγορία είδους και όχι σωρευτικά.

Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος καλύπτει το τεκμήριό του (τουλάχιστον στο διπλάσιο του) και δεν καταφέρνει να συγκεντρώσει τις αποδείξεις που αντιστοιχούν σε αυτό για την κάθε κατηγορία, θα επιβάλλεται εκτός από τη φορολόγηση του πραγματικού του εισοδήματος και ένα ''πέναλτι'' επί της διαφοράς που υπολείπεται από το σύνολο των αποδείξεών του μέχρι το κατώφλι του τεκμηρίου. Με αυτόν το τρόπο ο φορολογούμενος θα αναγκάζεται να ζητά αποδείξεις για τις συναλλαγές του, οι οποίες θα ενημερώνουν αυτόματα τη δήλωσή του καθιστώντας περιττά το μέτρημα και τη διαφύλαξη των σωμάτων των αποδείξεων, ενώ οι επιχειρηματίες από την πλευρά τους θα μειώσουν το μαύρο χρήμα που εισρέει στα ταμεία τους.

Διότι, τι νόημα έχει να υπολογίζονται τεκμήρια σε έναν ιδιώτη και ενδεχομένως άδικα σε αρκετές περιπτώσεις, αν μέσω αυτών δεν μπορεί το κράτος να εισπράξει τον αντίστοιχο φόρο που έχει δημιουργηθεί με το μέτρο του Φ.Π.Α. και μετέπειτα με τη φορολογία των κερδών του επιχειρηματία; Ένα τέτοιο μέτρο βέβαια απαιτεί προσεκτικότατο σχεδιασμό και ειδικές απαλλαγές και εξαιρέσεις, ώστε να προστατεύονται οι κοινωνικά αδύναμοι, άνεργοι κ.ά. και να στοχεύονται εκείνοι που πραγματικά βάσει του εισοδήματός τους μπορούν να πραγματοποιούν συναλλαγές που αντιστοιχούν στο τεκμήριό τους.

Επειδή, όμως, ο απλός καταναλωτής θα έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με το δίλημμα απόδειξη ή επιτόπια έκπτωση, με τη δεύτερη επιλογή να είναι βαρύτερη τις περισσότερες φορές στην πλάστιγγα των αποφάσεων, είτε επειδή θα υπολογίζει ότι έχει συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσό των αποδείξεων που χρειάζεται είτε λόγω παγιωμένης καταναλωτικής συνήθειας, η φορολογική διοίκηση πρέπει να στρέψει την προσοχή της στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων, για το λόγο ότι αυτές έχουν μεγαλύτερο κίνητρο για την απαίτηση έκδοσης παραστατικών για τις αγορές τους αφού έτσι θα εκπίπτουν μεγαλύτερα ποσά στη δήλωση Φ.Π.Α. αλλά και στη δήλωση φορολογίας τους. Και αφού, ούτως ή άλλως, η επιχειρηματική τακτική και το επιχειρηματικό συμφέρον ωθεί τις επιχειρήσεις στην έκδοση παραστατικών στις μεταξύ τους συναλλαγές, το κλειδί βρίσκεται κατά ένα μέρος στον προσδιορισμό των εκπιπτουσών και μη δαπανών.

Συγκεκριμένα, αν οι επιχειρήσεις μπορούσαν να καταστήσουν όλες τις δαπάνες τους εκπίπτουσες, ακόμα και αυτές που γίνονται για λόγους διαφορετικούς από την εκπλήρωση του σκοπού της δραστηριότητάς τους, και στον υπολογισμό απόδοσης του Φ.Π.Α. αλλά και στον προσδιορισμό των καθαρών κερδών τους, τότε η ζήτηση για «καθαρές» συναλλαγές θα αυξανόταν κατακόρυφα.

Επομένως, αφού ως γνωστόν τα έξοδα κάποιας επιχείρησης αποτελούν έσοδα για κάποια άλλη, ό,τι θα έχανε το κράτος από την αναγνώριση ως έξοδο μιας επιχείρησης θα το κέρδιζε ως έσοδο από την άλλη. Όλα αυτά, βέβαια, για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα αύξησης των εσόδων μέσω της είσπραξης του Φ.Π.Α. αρχικά και τη φορολογία κερδών μετέπειτα, πρέπει να γίνουν κάτω από κατάλληλες δικλίδες ασφαλείας ώστε να αποφευχθούν πονηρές πρακτικές έναρξης επιτηδευματιών με σκοπό την είσπραξη επιστροφής φόρων από το κράτος, παρουσιάζοντας χαμηλά έσοδα και ταυτόχρονα αυξημένα έξοδα λόγω προσωπικών καταναλωτικών δαπανών που θα εκπίπτουν μέσω τιμολογίων στον όνομά τους, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το κράτος.

Ένα μέτρο αποφυγής τέτοιων περιπτώσεων μπορεί να είναι η ύπαρξη έκπτωσης ενός καθορισμένου ποσοστού Φ.Π.Α. επί των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών και αντίστοιχη μείωση των φορολογητέων κερδών, με κατώφλι πάντα ένα ελάχιστο θετικό ποσό Φ.Π.Α. το οποίο και θα αποδίδεται, ώστε να μη δημιουργούνται πιστωτικά υπόλοιπα Φ.Π.Α. και λογιστικές ζημίες.

Και μπορεί, βέβαια, με αυτόν το τρόπο οι φόροι που θα προκύπτουν από το Φ.Π.Α. και τη φορολογία κερδών να είναι μικρότεροι μεμονωμένα για κάθε επιχείρηση, αφού πλέον θα εκπίπτουν μεγαλύτερα ποσά, αλλά αθροιστικά από όλες τις επιχειρήσεις θα είναι μεγαλύτεροι και πιο εύκολα εισπράξιμοι, διότι καλύτερα να αξιώνεις μικρές απαιτήσεις από πολλούς παρά μεγάλες από λίγους καθιστώντας έτσι αμφίβολη την εισπραξιμότητά τους.

*Ο κ. Μιχάλης Πόλυγγερ είναι οικονομολόγος, Γενικός Διευθυντής και Επίτιμος Πρόεδρος του Λ.Σ.Α. Η κ. Χριστίνα Κολίντζα είναι φοροτεχνικός.

 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v