Καθώς την περασμένη Παρασκευή έληξε σε αρνητικό κλίμα μία ακόμα συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, αυτήν την εβδομάδα στο επίκεντρο θα βρίσκεται η επιστροφή στην επανάληψη πιο εποικοδομητικών –-ελπίζουμε- τεχνικών συζητήσεων μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της. Ωστόσο, η δυνητικά πιο αποφασιστική διαβούλευση θα γίνει σε άλλο επίπεδο: οι decision makers της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πραγματοποιούν την εβδομαδιαία συνεδρίασή τους στην οποία θα αποφασίσουν πόση «έκτακτη ρευστότητα» να παράσχουν στις ελληνικές τράπεζες και με ποιους όρους.
Στην πρώτη εβδομαδιαία συνεδρίασή της, που θα γίνει στις 29 Απριλίου, η ΕΚΤ θα βρεθεί υπό τρομακτική πίεση για να διατηρήσει στη γραμμή ζωής την Ελλάδα. Όμως, καθώς δεν υπάρχει πρόοδος αλλού, αυτός ο ισχυρός νομισματικός θεσμός κινδυνεύει να ενταχθεί στους άλλους παράγοντες του ελληνικού δράματος που, άθελά τους, μετατρέπονται από μεγάλο μέρος της λύσης, σε μεγάλο μέρος του προβλήματος τώρα και στο μέλλον. Αυτός ο κίνδυνος είναι σύμπτωμα της πολύ μεγαλύτερης δυσλειτουργίας που υπονομεύει μια συνολική και βιώσιμη προοπτική για την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης.
Η απόφαση της ΕΚΤ θα περιλαμβάνει κάποια παραλλαγή των τριών βασικών εναλλακτικών:
1. Προσποίηση και παράταση: Η ΕΚΤ, μέσω του ELA που διαχειρίζεται από το δίκτυο εθνικών κεντρικών τραπεζών, θα συνεχίσει να παρέχει έκτακτη χρηματοδότηση στην Ελλάδα. Αυτό θα γίνει με το πρόσχημα ότι βοηθά τη χώρα να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα ρευστότητας, αντί να αναγνωρίζει την πραγματική της κατάσταση, δηλαδή τις βαθιές ελλείψεις σε επίπεδο οικονομίας και φερεγγυότητας. Η προσέγγιση αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι διατηρεί ανοικτές τις επιλογές, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα προχωρήσουν τελικά σε αποφασιστικές πολιτικές και οικονομικές λύσεις. Το μειονέκτημα είναι ότι θα αυξήσει την οικονομική έκθεση της ΕΚΤ σε μια προβληματική περίπτωση που, τουλάχιστον μέχρι τώρα, δεν δείχνει πιθανότητες επίλυσης με ομαλό τρόπο. Θα αυξήσει επίσης τις ανησυχίες αναφορικά με τον επιμερισμό του βάρους καθώς η ΕΚΤ θα αναλάβει δράση την ώρα που άλλοι πιστωτές, όχι μόνο του ιδιωτικού τομέα, αλλά και δημόσιοι θεσμοί όπως το ΔΝΤ, είναι προγραμματισμένο να πληρωθούν.
2. Να τραβήξει την πρίζα: Στο σενάριο αυτό, η ΕΚΤ θα κινηθεί με άμεσο τρόπο. Θα περιορίσει την όποια περαιτέρω χρηματοδότηση της Ελλάδας, όχι μόνο εγείροντας ζήτημα νόμιμου επιμερισμού των βαρών, αλλά και σημειώνοντας δικαίως πως η στήριξη ρευστότητας θα συνεχίσει να είναι αναποτελεσματική χωρίς συνοδευτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανάπτυξης και της οικονομικής φερεγγυότητας. Η περαιτέρω βοήθεια θα εξαρτάται τόσο από την πρόοδο σε επίπεδο πολιτικής όσο και από το νέο χρήμα στην Ελλάδα από άλλες πηγές, καθώς και από μείωση του χρέους. Αν δεν ικανοποιηθούν αυτοί οι όροι, τότε η απόφαση της ΕΚΤ πιθανότατα θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη φυγή κεφαλαίων και καταθέσεων από την Ελλάδα. Και αυτό υπό το πιο ρεαλιστικό σενάριο, θα οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση στην επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, σε κήρυξη χρεοστασίου και σε λήψη ακόμα πιο δρακόντειων μέτρων προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο των όποιων αδρανών χρημάτων υπάρχουν στη χώρα. Όλες αυτές οι εξελίξεις θα αύξαναν τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
3. Να τραβήξει την πρίζα στο πλαίσιο ενός συνολικού Plan B: Στην περίπτωση αυτή, η άρνηση της ΕΚΤ να δώσει επιπλέον στήριξη ρευστότητας θα εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας (έστω και υψηλού ρίσκου) για ομαλή στροφή τόσο για την ευρωζώνη όσο και για την Ελλάδα. Η ΕΚΤ θα προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο μετάδοσης της ελληνικής κρίσης σε άλλες οικονομίες (όπως της κυπριακής, της ιταλικής, της πορτογαλικής και της ισπανικής) διευρύνοντας το παράθυρο χρηματοδότησης τόσο για κυβερνήσεις όσο και για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Θα ενισχύσει επίσης το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εν τω μεταξύ, θα προχωρήσουν οι εργασίες για κάποιου είδους ενδιάμεσης ευρωπαϊκής συμφωνίας για την Ελλάδα, στην οποία θα περιλαμβάνεται η πιθανότητα συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή ακόμα και παραμονή στην Ε.Ε., αλλά εκτός ευρωζώνης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Βρετανίας.
Ένα από τα μεγάλα μαθήματα των τελευταίων ετών είναι πως, ασχέτως των γεγονότων, κανένας -ούτε από την ελληνική πλευρά ούτε από τους επίσημους διεθνείς πιστωτές- δεν εύχεται να μείνει στην Ιστορία ως η αιτία για την πρώτη έξοδο από τη νομισματική ένωση. Για τον λόγο αυτόν η ΕΚΤ πιθανότατα θα προτιμήσει και πάλι την πρώτη επιλογή -την παράταση του ELA και την προσποίηση ότι σύντομα θα υπάρξει λύση διαρκείας- ελπίζοντας πως η εμπλοκή της δεν θα θαφτεί υπό το βάρος αιτημάτων χρηματοδότησης που θα προκληθούν από επιτάχυνση της φυγής καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες.
Όλα αυτά δείχνουν αυτό που ίσως είναι η μεγαλύτερη τραγωδία όλων. Για πολλά χρόνια, πολύ λίγοι άνθρωποι -είτε από την Ελλάδα είτε από τους Ευρωπαίους εταίρους της, είτε στην ΕΚΤ, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ- έχουν βγει μπροστά σ' αυτήν τη μεγάλη πρόκληση: την πρόκληση να προχωρήσουν σε αποφασιστικές ενέργειες πολιτικής ή να πιέσουν σωστά το κουμπί της επανέναρξης. Αντιθέτως, η απόφαση ήταν να συνεχίσουν συλλογικά να πηγαίνουν κούτσα-κούτσα, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα βρεθεί κάποια τέλεια -και καθαρή- λύση.
Μια τέτοια λύση είναι δύσκολο να βρεθεί. Και η αναμονή για την εξεύρεσή της έχει μεγάλο κόστος.
Εκατομμύρια Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου ενός ανησυχητικά μεγάλου ποσοστού των νέων της χώρας, βρίσκονται σε τέλμα λόγω της καταστροφικής ανεργίας και της εξάπλωσης της φτώχειας. Και καθώς υποχρεώσεις ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ έχουν μεταφερθεί από τον ιδιωτικό τομέα στους Ευρωπαίους φορολογούμενους, αυτοί που θα μπορούσαν να λύσουν αυτήν την ελληνική τραγωδία γίνονται όλο και περισσότερο μέρος του προβλήματος.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.