Η ετήσια συνάντηση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ξεκινά την Παρασκευή στην Ουάσιγκτον. Ανυπομονώ να παρευρεθώ, ακόμα κι αν η συζήτηση τα τελευταία χρόνια φαίνεται σε κάποιους σχολιαστές να είναι υπερβολικά «προβαρισμένη» για να προκαλέσει διάλογο ή σκέψεις έξω από τα καθιερωμένα και αναμενόμενα για τον καθένα πλαίσια.
Το γεγονός ότι οι πιο άμεσες συνέπειες της οικονομικής κρίσης έχουν πλέον ξεθωριάσει σε πολλά μέρη του κόσμου έχει πιθανόν συμβάλλει σε αυτόν τον εφησυχασμό. Δυστυχώς όμως η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες. Έχει πολύ συγκεκριμένες προκλήσεις ακόμη μπροστά της. Και χρειαζόμαστε πιο πολύ από ποτέ μία από κοινού κατανόηση του τι πρέπει ακόμα να γίνει.
H χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε πριν από επτά χρόνια και οδήγησε πολλές χώρες σε κρίση στην πραγματική οικονομία ή στο δημόσιο χρέος. H διάχυτη πλέον μυθολογία – ότι η απάντηση της Ευρώπης στην κρίση ήταν αναποτελεσματική, ή ακόμα και αντιπαραγωγική – απλούστατα δεν είναι ακριβής. Υπάρχουν πλέον ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία ότι η Ευρώπη βρίσκεται πράγματι στη σωστή πορεία αντιμετώπισης των επιπτώσεων και, κάτι που είναι σημαντικότερο, των αιτιών της κρίσης.
Ας εξετάσουμε τώρα κάποιους από τους διαδεδομένους μύθους.
Πρώτον, έχει συχνά ειπωθεί ότι η επιμονή της Γερμανίας για δημοσιονομική λιτότητα έδειξε ότι η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, υπήρξε κατώτερη των προσδοκιών, ρίχνοντας την Ευρώπη ακόμα πιο βαθιά στην κρίση, με το να μη δώσει κίνητρο σε περισσότερη ζήτηση. Αυτή η κριτική είναι εκτός θέματος. Όπως και στην ιατρική, για να δώσεις τη σωστή θεραπεία πρέπει να έχεις κάνει τη σωστή διάγνωση.
Η διάγνωσή μου για την κρίση στην Ευρώπη είναι ότι επρόκειτο πρώτα και κύρια για κρίση εμπιστοσύνης, οφειλόμενη σε δομικές αδυναμίες. Οι επενδυτές άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης οικονομικά δεν ήταν τόσο ανταγωνιστικά και αξιόπιστα όσο θα πίστευε κανείς κοιτάζοντας τα επιτόκια των ομολόγων τα χρόνια πριν από την κρίση. Οι επενδυτές αυτοί άρχισαν τα αντιμετωπίζουν τους τίτλους κάποιων κρατών με πολύ μεγαλύτερη προσοχή, προξενώντας άνοδο στα επιτόκια αυτών των ομολόγων.
Η θεραπεία σε αυτό το πρόβλημα είναι οι στοχευμένες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στα οικονομικά στοιχεία χωρών μελών, στην πραγματική οικονομία και στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Το να ξοδεύουμε απλώς περισσότερα χρήματα από τα κρατικά ταμεία δεν θα βελτίωνε την κατάσταση – ούτε τότε, ούτε τώρα.
Για αυτό το σκοπό, η Γερμανία προωθεί με συνέπεια μια προσέγγιση, η οποία είναι υπέρ των δομικών μεταρρυθμίσεων και των μειώσεων του κρατικού χρέους, δίχως να καταπνίγει την ανάπτυξη. Δεν πρόκειται περί τυφλής «λιτότητας». Πρόκειται για τη δημιουργία ενός αξιόπιστου πλαισίου για τον ιδιωτικό τομέα, για την προετοιμασία όλο και πιο γερασμένων κοινωνιών για το μέλλον και για τη βελτίωση της ποιότητας των κρατικών προϋπολογισμών.
Στη Γερμανία, η προσέγγιση αυτή έχει ήδη σημειώσει απτή επιτυχία. Η οικονομική ανάκαμψη από το 2009 έχει μια ευρεία βάση και η εγχώρια ζήτηση έχει αποτελέσει βασικό παράγοντα ανάπτυξης. Οι επενδύσεις – τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές – αυξάνονται. Επιταχύνουμε τη μείωση του δημοσίου χρέους, εναρμονιζόμενοι με την πρόσφατη έκκληση του ΔΝΤ για «συμμετρική σταθεροποίηση» (τη μείωση των ελλειμμάτων στους καλούς καιρούς, και την αύξησή τους στους κακούς).
Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες δρέπουν πλέον τους καρπούς των προσπαθειών τους για μεταρρυθμίσεις και εξυγίανση. Χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, οι οποίες εφάρμοσαν μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις όταν πριν μερικά χρόνια βρέθηκαν σε χρηματοπιστωτικές δυσκολίες, τώρα απολαμβάνουν μερικούς από τους πιο γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Ο δεύτερος μύθος είναι ο παράλογος ισχυρισμός από κάποιους σχολιαστές ότι η Γερμανία – ως πιστώτρια χώρα – στην πραγματικότητα επωφελείται από την κρίση. Δεν καταλαβαίνω πως οποιαδήποτε χώρα-μέλος μπορεί να επωφεληθεί από μία ευρωπαϊκή κρίση. Είναι αλήθεια ότι η Γερμανία αυτή τη στιγμή απολαμβάνει ένα ιστορικά χαμηλό κόστος στο δανεισμό της. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και για άλλα μέλη της Ευρωζώνης. Η αντισυμβατική πολιτική της ανεξάρτητης ΕΚΤ έχει παίξει εδώ το ρόλο της.
Τα χαμηλά επιτόκια βοηθούν όλους τους δανειζόμενους – αλλά σημαίνουν όλο και μεγαλύτερο κόστος για τους αποταμιευτές και για τα ασφαλιστικά ταμεία. Θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να ξεπεράσουμε αυτή την ασυνήθιστη κατάσταση και να ξαναβρούμε το δρόμο προς μια λειτουργική οικονομία της αγοράς, στην οποία τα επιτόκια βοηθούν την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων στις πιο προσοδοφόρες επενδύσεις.
Αυτό μας φέρνει στο τρίτο σημείο: για πολλούς σχολιαστές η απάντηση στην κρίση της Ευρώπης θα ήταν η όλο και περισσότερη ρευστότητα με όλο μικρότερα επιτόκια. Τώρα που έχουμε και τα δύο, ανακαλύπτουμε ότι αυτά τα εργαλεία πολιτικής δεν είναι πανάκεια, αλλά δημιουργούν και δικά τους προβλήματα. Όλο και περισσότεροι ειδικοί και από τις δύο πλευρές του ατλαντικού προειδοποιούν για φούσκες στις τιμές περιουσιακών στοιχείων και για όλο και μεγαλύτερη μόχλευση (χρηματοδότηση μέσω δανεισμού). Και είναι προφανές ότι το πρόβλημα χρέους που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες δεν μπορεί να λυθεί από την ανάληψη ακόμα περισσότερου χρέους.
Όσον αφορά στη δημοσιονομική πολιτική, θα πρέπει να προετοιμάσουμε τους προϋπολογισμούς των κρατών για μια επερχόμενη επαναφορά στην κανονικότητα της νομισματικής πολιτικής και της αγοράς κεφαλαίων. Οι συνεχείς συζητήσεις για ένα επερχόμενο «περιοφισμό» στις ΗΠΑ – δηλαδή για το τέλος της υπερβολικά μεγάλης περιόδου ποσοτικής χαλάρωσης από την Fed, που σκοπό είχε να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη με την αγορά τεράστιων ποσοτήτων ομολόγων – δείχνει πόσο δύσκολο είναι να αποσύρεις ένα μέτρο τόνωσης όταν το έχουν συνηθίσει οι κυβερνήσεις και οι αγορές.
Η ΕΚΤ μας έχει προειδοποιήσει πολλές φορές, ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις δημοσιονομικές και δομικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη-μέλη. Η Κριστίν Λαγκάρντ, επικεφαλής του ΔΝΤ, έχει επίσης ζητήσει περισσότερες δομικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές περιλαμβάνουν π.χ. τη διαμόρφωση πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας, την άρση των εμποδίων στον ανταγωνισμό στις υπηρεσίες, την καλύτερη συλλογή φόρων κι άλλα παρόμοια μέτρα. Μοιράζομαι απολύτως την άποψη αυτή.
Η νομισματική πολιτική μας δίνει απλώς περισσότερο χρόνο. Η δουλειά μας είναι να εξασφαλίσουμε ότι αυτός ο χρόνος χρησιμοποιείται σωστά ώστε να μπει τάξη στα οικονομικά στοιχεία και να οδηγηθούν οι οικονομίες σε δρόμο βιώσιμης ανάπτυξης.
Οι προτεραιότητες της Γερμανίας, ως προεδρεύουσας χώρας του G7, είναι ο εκσυγχρονισμός και οι βελτιώσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Μέτρα τόνωσης – τόσο στη δημοσιονομική όσο και στη νομισματική πολιτική – δεν είναι μέρος του σχεδίου. Όταν θα συναντηθούμε στη Δρέσδη με τους ομολόγους μου και τους κεντρικούς τραπεζίτες στο τέλος του μήνα, συνοδευόμενοι – για πρώτη φορά στην ιστορία – από μερικούς εκ των κορυφαίων οικονομολόγων του κόσμου, θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα σε βάθος.
Είμαι πεπεισμένος ότι θα βρούμε κοινή βάση συνεννόησης στην Ουάσιγκτον ήδη πριν από τη συνάντηση αυτή.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.