Η εκτροπή της ελληνικής πολιτικής από την παραγωγή αποτελεσμάτων στην ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων και η αντικατάσταση της ουσίας από την επικοινωνία είχαν ως αποτέλεσμα οι πολιτικοί από project managers, που θα παράγουν αποτελέσματα, κι από διαχειριστές κρίσεων, που θα αναμετρώνται με τα προβλήματα της καθημερινότητας, χαράσσοντας στρατηγική για τη χώρα και οριοθετώντας όραμα για την κοινωνία, να μεταβληθούν σε τακτικοί επισκέπτες τηλεοπτικών παραθύρων και σε παρακολουθητές ευκαιριακών δημοσκοπήσεων.
Αυτή η ποιοτική αλλοίωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας -ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις- είχε άμεση επίπτωση τόσο στην ποιότητα της δημοκρατίας, όσο και στην κατάσταση της οικονομίας.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον πειστικό και ρεαλιστικό αφήγημα. Η ηγεσία δεν απαντά σε θεμελιώδη ερωτήματα που αφορούν στην οικονομία, προσδιορίζουν το παραγωγικό μοντέλο που επιλέγουμε και αξιοποιούν τα εθνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Δεν έχει απαντηθεί το βασικό ερώτημα: "Από που η ελληνική οικονομία θα παράξει "φρέσκο" χρήμα;". Όλες οι συζητήσεις, οι αποφάσεις και οι εφαρμοσμένες πολιτικές αφορούν στην ανακατανομή ενός ήδη συρρικνωμένου ΑΕΠ, χωρίς κανείς να απαντά πειστικά για το πώς αυτό μπορεί να αυξηθεί. Δεν έχουν ιεραρχηθεί στο πλαίσιο μιας Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής οι κεντρικοί στόχοι και ο οδικός χάρτης των ενεργειών που πρέπει να κάνουμε, οι πηγές πλούτου στις οποίες βασιζόμαστε και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που πρέπει να αξιοποιήσουμε, ώστε να επενδύσουμε πάνω σε αυτά από το υστέρημά μας για να πολλαπλασιάσουμε σε εύλογο χρόνο τα οφέλη μας.
Με απλά λόγια, από πού θα βγάλει η πραγματική οικονομία της Ελλάδας φρέσκο χρήμα για να καλύψει τις λειτουργικές ανάγκες, να ανταποκριθεί στις κοινωνικές υποχρεώσεις και να είναι συνεπής και αξιόπιστη προς τους δανειστές που την τροφοδοτούν; Από τον τουρισμό; Από τον πρωτογενή τομέα; Τη ναυτιλία; Το εμπόριο; Από τη βιομηχανία, την παιδεία και τον πολιτισμό; Από την ενέργεια; Τις υπηρεσίες;
Όσο δεν απαντάται αυτό το θεμελιώδες ερώτημα ώστε να ξεδιαλεχτούν 5 στρατηγικοί τομείς και να επενδυθούν πάνω σε αυτούς αποθέματα δυνάμεων της οικονομίας μας (εναπομείνασα ρευστότητα) και της κοινωνίας μας (ανθρώπινο δυναμικό) θα χάνουμε δυνάμεις, θα σπαταλιέται κεφάλαιο -απ' το ελάχιστο που έχει απομείνει-, θα διαρρέει προς το εξωτερικό το ικανό ανθρώπινο δυναμικό, θα ακυρώνονται προσπάθειες λόγω έλλειψης συντονισμού και ενιαίας διευκολυντικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής...
Αντίθετα, αν μετρήσουμε τις δυνάμεις μας, καταγράψουμε τις δυνατότητές μας, προσανατολίσουμε την παιδεία μας επιλέγοντας τους στόχους και συντονίσουμε τις προσπάθειες του κράτους (κυβέρνηση - δημόσια διοίκηση), της κοινωνίας (εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό) και της αγοράς (επενδυτικό κεφάλαιο), αν βάλουμε σαφή χρονοδιαγράμματα υλοποίησης βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, διαμορφώσουμε μια ξεκάθαρη εθνική αναπτυξιακή στρατηγική που θα διέπεται από διακομματική συνέχεια και διαχρονική συνέπεια και αν εδραιώσουμε διεθνείς συμμαχίες που καθιστούν τις εθνικές μας προτεραιότητες συμβατές με διεθνείς γεωστρατηγικές επιλογές, μόνο τότε μπορούμε να πετύχουμε.
Σημαντικό συστατικό μιας τέτοιας επιτυχίας είναι η προσδοκία ότι τα οφέλη του νέου παραγωγικού μοντέλου που θα διαμορφώσουμε, δε θα αφορούν μόνο στα συμφέροντα μιας κλειστής οικονομικής ελίτ, αλλά θα διαχυθούν στους πολλούς. Το δημιουργικό ιδιωτικό συμφέρον, για να επιτύχουμε, πρέπει να διέρχεται μέσα από τους κανόνες του δημόσιου συμφέροντος. Και το εθνικό αναπτυξιακό όραμα θα πρέπει να εμπεριέχει και να χωρά μέσα του τις ατομικές φιλοδοξίες και τα οικογενειακά όνειρα του καθενός για μια καλύτερη ζωή και μια ισχυρή Ελλάδα.
* Ο κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης είναι βουλευτής Ροδόπης της Ν.Δ., πρώην υπουργός και Δρ Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Αμβούργου.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.