Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει οικονομική επιστήμη, κάτι που αμφισβητείται, αυτή θα πρέπει να υπακούει σε κάποιους κανόνες, ασχέτως αν στην οικονομία πολλά εξαρτώνται από τις ανθρώπινες συμπεριφορές, οι οποίες σαφώς και δεν είναι πάντα ορθολογικές.
Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, το αντικείμενο της οικονομικής αναλύσεως είναι απλό και αμετάβλητο: πρόκειται για τις συναλλαγές.
Οι τελευταίες, από την εποχή του Άνταμ Σμιθ βρίσκονται στην καρδιά της οικονομικής πρακτικής και πολύ πριν από την εποχή του Διαφωτισμού παίζουν σημαντικό διαρθρωτικό ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες. Από τους Φοίνικες εμπόρους έως τους Βενετούς τραπεζίτες, τους Βρετανούς βιομηχάνους του 18ου και του 19ου αι. και τους Έλληνες εφοπλιστές του 20ού αιώνα, οι συναλλαγές και η αναζήτηση των καρπών τους οδήγησαν και έφεραν την ανάπτυξη τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία και την Αμερική.
Τελικά δε, μέρος της οικονομικής φιλοσοφίας εδράζεται στο φαινόμενο της προσφοράς και της ζητήσεως αγαθών, είτε αυτά είναι εμπράγματα είτε υπηρεσίες. Και επειδή το μέσο που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση της προσφοράς και της ζητήσεως αγαθών είναι το χρήμα, πολύ σοβαρό φαινόμενο είναι και ο εγχρηματισμός μιας οικονομίας. Όσο για το επίκεντρο της οικονομίας και βασικό υποκείμενό της είναι το άτομο, η αυτονομία του, η πληροφόρησή του, ο ορθολογισμός και ο μέσω της αγοράς συντονισμός των συμπεριφορών του.
Υπό τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οικονομία μελετά τις ατομικές επιλογές και τις εν συνεχεία κοινωνικές τους επιπτώσεις. Αυτή περίπου ήταν και η αρχή πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Τζων Μαίηναρντ Κέυνς τη δεκαετία του 1930 για να διατυπώσει τη «Γενική Θεωρία» του, για την οποία έχει χυθεί άφθονο μελάνι.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κέυνς θεωρείται «νεκροθάφτης της οικονομίας της αγοράς» από τους ακροφιλελεύθερους, «σωτήρας» του παραπαίοντος το 1930 καπιταλισμού για τους μαρξίζοντες, για δε τους δημοκράτες σοσιαλιστές είναι ο άνθρωπος που έδωσε κοινωνικό περιεχόμενο και άρα ανθρώπινο πρόσωπο στην αμιγώς φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Κατά τη δική μας ταπεινή γνώμη, ο Βρετανός οικονομολόγος, σε μια κρίσιμη για την οικονομία της αγοράς περίοδο, πραγματοποίησε μία πραγματιστική ανάλυση των ορίων της. Στο θεωρητικό έργο του δεν προτείνει την εγκατάλειψη της κλασικής φιλελεύθερης λογικής, αλλά συνιστά μία επανατοποθέτηση των λειτουργιών της μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων στο επίπεδο των οικονομικών πολιτικών. Με άλλα λόγια, ο Κέυνς, χωρίς να είναι αντιφιλελεύθερος, ενίσχυσε την παρουσία της πολιτικής στην οικονομία – αλλά δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει ότι πιθανότατα από την εξέλιξη αυτή μύρια έπονται.
Σήμερα, λοιπόν, ο κεϋνσιανισμός βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο και κάποιοι τον επικαλούνται ως το απόλυτο «φάρμακο» σε μία κρίση χρηματοοικονομική την οποία αποδίδουν στον «νεοφιλελευθερισμό», τη στιγμή που η κρίση αυτή είναι γνησιότατο «κεϋνσιανό» προϊόν.
Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι η κρίση στην ελληνική εκδοχή της είναι «νεοφιλελεύθερη» και άρα χρήζει «κεϋνσιανής» θεραπείας – την οποίαν εσχάτως «ανακάλυψε» και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Κατά τον Βρετανό οικονομολόγο και όχι μόνον, σε περιόδους παρατεταμένης υφέσεως, η έξοδος από την κατάσταση αυτή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε με την ενίσχυση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, είτε με την ενίσχυση της ζητήσεώς τους, η οποία προϋποθέτει και την ικανή ύπαρξη παραγωγής.
Στην ελληνική περίπτωση, η τόνωση της ζητήσεως είναι ουτοπική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει αργούσα παραγωγική δραστηριότητα. Η Ελλάδα δεν έχει την παραγωγή που πρέπει για να εφαρμόσει την κεϋνσιανή συνταγή που προτείνουν κάποιοι άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα. Έτσι, πλανώνται πλάνην οικτράν και όλοι αυτοί που υποστηρίζουν την επιστροφή στη δραχμή. Με δεδομένη την παραγωγική δύναμη της χώρας, οποιαδήποτε υποτίμηση και έκδοση χρήματος θα κατέληγε σε υπερπληθωρισμό και όχι σε έξοδο από την ύφεση. Εξάλλου, τα τριάντα τελευταία χρόνια έγιναν τρεις υποτιμήσεις στην Ελλάδα, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Είναι δε εκπληκτικό, από την άποψη αυτή, ότι οι ελληνικές εξαγωγές το 2014 σε σταθερή νομισματική αξία είναι μόνον 20% ανώτερες από τις αντίστοιχες του 1980, όταν για την ίδια περίοδο στην Ιρλανδία πολλαπλασιάστηκαν επί τριάντα και στην -πολύ πιο αδύναμη οικονομικά- Πορτογαλία του 1980 επί έξι.
Ερχόμεθα έτσι στο σκέλος της προσφοράς. Πώς μπορεί η τελευταία να ενισχυθεί σε μία χώρα όπου το επιχειρείν ξορκίζεται και η επιχειρηματικότητα καταδιώκεται; Ποια επιχείρηση θα ενισχύσει την προσφορά της όταν για να επεκτείνει μία αποθήκη της απαιτούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες επί δέκα μήνες; Ποια προσφορά μπορεί να προωθήσει, τη στιγμή που η τεχνογνωσία, τα κεφάλαια και οι άνθρωποι είναι είδη εν ανεπαρκεία στη χώρα μας; Μία χώρα που παράγει κατά κόρον δικηγόρους, φιλολόγους και δημοσίους υπαλλήλους τι μπορεί να περιμένει από πλευράς προσφοράς, όταν διεθνώς είναι λιγοστά και αυστηρώς επιλεκτικά τα κεφάλαια που ζητούν να επενδυθούν; Ποια τεχνογνωσία μπορεί να εισαχθεί ή να παραχθεί στη χώρα μας όταν για να ασκηθεί ηλεκτρονική εμπορική δραστηριότητα απαιτούνται έξι, επτά ή και οκτώ μήνες ταλαιπωρίας;
Το πραγματικό, λοιπόν, στοίχημα για να υπάρξει ανάπτυξη σε τούτη τη χώρα είναι η ριζική διοικητική της μεταρρύθμιση, για να ακολουθήσει στη συνέχεια, μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, παραγωγική αναδιάρθρωση και να αρχίσουν να εισρέουν επενδυτικά κεφάλαια. Την ίδια στιγμή, άμεση θα πρέπει να είναι η σύνδεση του πανεπιστημίου με την παραγωγή και γενναία η χρηματοδότηση νέων επιχειρηματιών που βλέπουν μπροστά. Αν όλα αυτά δεν γίνουν... χθες, το αύριο μάλλον θα είναι η επανάληψη της ιστορίας ως τραγωδίας.
Όσο για τον Τζων Μαίηναρντ Κέυνς, ας τον αφήσουν ήσυχο αυτοί που υπερκαπηλεύονται το όνομά του.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.