Τα στοιχεία που ανακοινώνονται πρόσφατα από την ευρωζώνη δείχνουν σημάδια ανάκαμψης στην νομισματική ένωση, τα οποία έχουν ενισχυθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Η αναμονή της ανακοίνωσης του QE της ΕΚΤ, καθώς και η εφαρμογή του προγράμματος, οδήγησαν σε ισχυρή πτώση του ευρώ, των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωζώνης –πλην των ελληνικών- και σε ράλι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων. Αυτά, σε συνδυασμό με τη «βουτιά» στην τιμή του πετρελαίου ενίσχυσαν την οικονομική ανάπτυξη.
Παράλληλα, η χαλάρωση των όρων της παροχής πιστώσεων από την ΕΚΤ ουσιαστικά επιδοτεί τον τραπεζικό δανεισμό, ενώ η επιβάρυνση που δημιουργεί σε δημοσιονομικό επίπεδο η επιβολή μέτρων λιτότητας θα είναι μικρότερη φέτος, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αρχίσει να «μαλακώνει» τη στάση της.
Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Roubini, η αποδυνάμωση του ευρωπαϊκού νομίσματος και τα επιθετικά μέτρα της ΕΚΤ, μπορεί ακόμα και να σταματήσουν τις αποπληθωριστικές πιέσεις φέτος.
Όμως, υπάρχουν πολλές προκλήσεις ακόμα στην ενίσχυση και διατήρηση της ανάκαμψης. Μια από τις βασικές προκλήσεις, είναι τα πολιτικά ρίσκα, που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τη διαδικασία –όπως για παράδειγμα ένα «ατύχημα» που θα οδηγούσε σε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, μια νίκη του Podemos στις ισπανικές εκλογές, η άνοδος των αντιευρωπαϊκών κομμάτων στην Ιταλία, τη Γαλλία και αλλού, κ.α, που τροφοδοτούνται από την ανεργία και τον αργό ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι αυτά που συμβαίνουν στην «γειτονιά» της Ευρώπης: Η Ρωσία δείχνει πιο επιθετικές τάσεις όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά και στη Βαλτική και ακόμα και τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή φλέγεται, ενώ υπάρχει ο φόβος επιθέσεων από τζιχαντιστές σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Τρίτον, αν και οι πολιτικές της ΕΚΤ διατηρούν χαμηλότερα τα κόστη δανεισμού, ωστόσο το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στην ευρωπεριφέρεια, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλό και συνεχίζει να αυξάνεται, με αποτέλεσμα η βιωσιμότητα του χρέους να παραμένει πρόβλημα για τις οικονομίες αυτές, μεσοπρόθεσμα.
Τέταρτον, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει περιοριστική, καθώς η Γερμανία συνεχίζει να απορρίπτει τις συμβουλές για λήψη βραχυπρόθεσμων μέτρων τόνωσης της οικονομίας. Έτσι, ακόμα και αν η ίδια η Γερμανία αρχίσει να δαπανά περισσότερα, αυτό δεν θα αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της επιπλέον λιτότητας στην ευρωπεριφέρεια.
Πρόβλημα αποτελεί επίσης το γεγονός ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν με ρυθμό... χελώνας, με αποτέλεσμα να συγκρατείται η δυνητική ανάπτυξη. Επιπλέον, η νομισματική ένωση της Ευρώπης παραμένει ατελής.
Σύμφωνα με τον Nouriel Roubini, αν η ανεργία στην ευρωζώνη παραμείνει σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και το 2016, ο πληθωρισμός κάτω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ, και οι δημοσιονομικές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πιέσουν βραχυπρόθεσμα την οικονομική ανάπτυξη, τότε το μόνο που θα μπορεί να γίνει θα είναι να συνεχιστεί η ποσοτική χαλάρωση. Όμως, η συνεχιζόμενη αδυναμία του ευρώ, τροφοδοτεί την αύξηση των πλεονασμάτων τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης –κυρίως της Γερμανίας, που ήδη εμφανίζει υψηλό πλεόνασμα, απουσία πολιτικών που θα ενίσχυαν την εγχώρια ζήτηση- , με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ να μετατρέπεται σε μια πολιτική ισχυροποίησης σε βάρος άλλων κρατών. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε εντάσεις με τις ΗΠΑ και άλλους εταίρους.
Για να αποφευχθεί αυτό το αποτέλεσμα, τονίζει ο Roubini, η Γερμανία πρέπει να υιοθετήσει πολιτικές που θα δώσουν ώθηση στην εγχώρια ζήτηση και θα μειώσουν το εξωτερικό πλεόνασμα της χώρας. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε κανένας δεν θα πρέπει να «στοιχηματίζει» σε μια πιο ισχυρή και βιώσιμη ανάκαμψη της ευρωζώνης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.