Πολλή συζήτηση γίνεται στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια της κρίσης από το 2010 και μετά για το χρέος της. Η συζήτηση αυτή ενίοτε λαμβάνει δραματικό χαρακτήρα, με αναφορές σε Grexit, είτε γιατί πράγματι τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου είναι στενάχωρα, είτε διότι οι εκάστοτε κυβερνώντες θεωρούν ότι μέσω του δράματος διευκολύνεται (εντός και εκτός Βουλής) η επιβολή εισπρακτικών ή άλλων αντιλαϊκών μέτρων.
Η διαχείριση του χρέους όμως είναι διαχείριση ρευστότητας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει σε διαρκή βάση το τμήμα "treasury" κάθε τράπεζας. Στην περίπτωση της χώρας μας όμως το πρόβλημα της διαχείρισης του χρέους είναι δυσεπίλυτο κυρίως διότι επί σειρά ετών είχαμε δημοσιονομικά ελλείμματα. Στο τέλος της ημέρας όμως η διαχείριση του χρέους δεν παύει να είναι τεχνικό θέμα. Το τι τελικά θα πληρώσουμε θα εξαρτηθεί από τη ρευστότητα που διαθέτει σήμερα το ταμείο αλλά και από αυτή που μπορεί να δημιουργήσει στο μέλλον η οικονομία μας.
Χωρίς διάθεση να υποτιμηθεί η χρησιμότητα της διαχείρισης του χρέους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το υπερβολικό χρέος της Ελλάδας είναι το αποτέλεσμα. Η βασική αιτία που το δημιούργησε είναι η επί σειρά ετών χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Υπάρχουν βέβαια και άλλες αιτίες, αλλά αυτές αφορούν κυρίως τη Δικαιοσύνη. Το πρώτο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθεί η κυβέρνηση αλλά και οι λοιποί κοινωνικοί εταίροι (επιχειρήσεις και εργαζόμενοι), για την ανάταξη της οικονομίας είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Αναφέρω τους κοινωνικούς εταίρους διότι είναι απαραίτητη η ουσιαστική συμμετοχή τους στην επίλυση του προβλήματος, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Οι άμεσες ενέργειές τους πρέπει να είναι κατ' ελάχιστον οι εξής:
α) Δημόσιο: Προφανώς και έχει τον πρώτο και βασικό ρόλο, είτε ενεργεί ως παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών, είτε ενεργεί ως Δημόσια Διοίκηση, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Συνοπτικά οφείλει να κάνει είναι τα εξής:
- Φοροδιαφυγή – Διαφθορά: Έχουν από ετών ειπωθεί και έχουν γραφτεί πάρα πολλά γι' αυτό. Δεν υπάρχουν και πολύ περισσότερα να προστεθούν. Είναι η πεμπτουσία της χρεοκοπίας της χώρας.
- Αναπτυξιακά κίνητρα επιχειρήσεων: Πρέπει να αποφευχθούν τα λάθη του παρελθόντος που δημιούργησαν βιομηχανοστάσια και ξενοδοχεία κουφάρια. Πρέπει να ενθαρρύνεται η αριστεία και να δίνεται προτεραιότητα σε εταιρίες που παράγουν κέρδος. Τα κίνητρα πρέπει να είναι κυρίως μέσω φοροαπαλλαγών, επιβραβεύοντας επιχειρήσεις που κερδίζουν το στοίχημα του ανταγωνισμού στην αγορά και όχι αυτές που απλώς κάνουν υπερκοστολογημένες επενδύσεις.
- Μείωση γραφειοκρατίας: Είναι κοινός τόπος ότι η γραφειοκρατία επιβαρύνει σοβαρά το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, προκαλεί σύγχυση στους επενδυτές, κυρίως του εξωτερικού και δημιουργεί εστίες διαφθοράς.
- Κατώτατος μισθός – ανεργία: Προφανώς η αύξηση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών είναι ένας θεμιτός στόχος για κάθε κυβέρνηση. Η διοικητική όμως αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αυθαίρετη και απολύτως δημαγωγική. Κάθε αύξηση μισθών που δεν είναι αποτέλεσμα βελτίωσης της παραγωγικότητας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πληθωρισμό, ο οποίος επαναφέρει την αγοραστική δύναμη στο προηγούμενο επίπεδο. Ας θυμηθούμε την περιβόητη ΑΤΑ της δεκαετίας του '80 που έφθασε τον πληθωρισμό στο 30%. Άλλωστε το επίπεδο των μισθών πρέπει να έχουν την ευελιξία να το καθορίζουν μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων οι εργαζόμενοι με τις επιχειρήσεις. Αντ' αυτού το Δημόσιο είναι υποχρεωμένο και κοινωνικά επιβεβλημένο να ασχοληθεί με το εισόδημα των ανέργων όπου σήμερα ο μισθός τους είναι μηδενικός άρα πολύ κάτω από το βασικό, πριν αναλωθεί στη βελτίωση των απολαβών αυτών που εργάζονται.
Ταυτόχρονα υποθέτω πως όλοι συμφωνούμε με το ότι η περαιτέρω μείωση του επιπέδου των μισθών δεν μπορεί να αποτελεί μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (αν και θεωρητικά σωστό), διότι συνοδεύεται από μείωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Άλλωστε, εάν έχει μία ελπίδα η χώρα μας να πετύχει στο διεθνή στίβο, αυτή είναι ως παραγωγός προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και όχι ως φθηνού εργατικού δυναμικού.
- Μείωση φορολογίας: Κυρίως της φορολογίας της περιουσίας σε επίπεδα πιο ρεαλιστικά ούτως ώστε να μην τιμωρούνται οι πολίτες που μέσω της αποταμίευσης έχουν συγκεντρώσει πλούτο. Δεν μπορεί από τη μία ο υπουργός Οικονομικών να διακηρύσσει τις αρετές της αποταμίευσης και από την άλλη να τιμωρούνται αυτοί που αποταμιεύουν.
- Ασφαλιστικές εισφορές – ΦΠΑ: Ένας έμμεσος αλλά πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να φθηνύνουν τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες και να ακριβύνουν (συγκριτικά) τα εισαγόμενα θα ήταν η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών με ταυτόχρονη ισοδύναμη αύξηση του ΦΠΑ, ώστε να καλυφθεί η απώλεια των ταμείων.
- Χρηματοδότηση – Κόστος χρήματος: Το Δημόσιο πρέπει να διευκολύνει τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσω είτε των τραπεζών είτε της κεφαλαιαγοράς, με θεσμικές παρεμβάσεις, καταργώντας τα εμπόδια που σήμερα υπάρχουν και δυστυχώς είναι πολλά. Πρέπει επίσης να διαμορφώσει ανταγωνιστικό κόστος χρήματος προκειμένου να μην εξανεμίζονται μέσω των υψηλών επιτοκίων οι προσπάθειες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων για συμπίεση του κόστους.
- Κόστος ενέργειας: Η κρατικά ελεγχόμενη ΔΕΗ θα πρέπει άμεσα να σχεδιάσει επενδύσεις και δράσεις που οδηγούν στη μείωση του κόστους της παραγόμενης ενέργειας για όλους τους πελάτες της χρησιμοποιώντας τη μονοπωλιακή της δύναμη κατάλληλα και όχι για να αυξάνει συνεχώς την τιμή του ρεύματος ή για να μοιράζει τροφεία στους προνομιούχους υπαλλήλους της.
- Κατανάλωση: Αν και η αύξηση της κατανάλωσης βοηθάει στην άμεση εκκίνηση της οικονομίας και ως εκ τούτου ο πειρασμός είναι μεγάλος, εντούτοις σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου άνω του 65% των συντελεστών παραγωγής είναι εισαγόμενοι ακόμη και στη γεωργία (μηχανήματα, λιπάσματα, σπόροι, καύσιμα), η ενίσχυση της κατανάλωσης πρέπει να χρησιμοποιηθεί με φειδώ διότι θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου μετατρέποντας τα όποια πλεονάσματα σε ελλείματα εν μια νυκτί. Αντί αυτού το Δημόσιο πρέπει να δώσει κίνητρα για την αύξηση της αποταμίευσης.
- Άνοιγμα κλειστών αγορών και επαγγελμάτων: Η σπουδαιότητα της δράσης έχει πλήρως αναλυθεί. Απομένει η υλοποίηση από την κυβέρνηση.
β) Επιχειρήσεις: Η συμμετοχή τους είναι κομβικής σημασίας, διότι αυτές θα αποτελέσουν τους φορείς ανάπτυξης. Ως άμεσες ενέργειές τους σημειώνονται:
- Επενδύσεις βελτίωσης της παραγωγικότητας: Οδηγούν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της προστιθέμενης αξίας των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα αποεπένδυση από αντιπαραγωγικές επενδύσεις.
- Άνοιγμα νέων αγορών: Είναι κοινός τόπος ότι η Ελλάδα είναι μία μικρή αγορά και γι' αυτό οι επιχειρήσεις δεν αποκτούν εξειδίκευση ούτε πετυχαίνουν σημαντικές οικονομίες κλίμακος. Οι εξαγωγές βοηθούν στην αντιμετώπιση και των δύο προβλημάτων.
- Αναγνώριση ότι μέρος του οικονομικού οφέλους και ειδικότερα εκείνου που σχετίζεται με τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων πρέπει να μοιράζεται.
- Βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης: Είναι κοινό μυστικό στη χώρα ότι ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας μπερδεύει το προσωπικό του ταμείο με αυτό της εταιρίας του. Η σωστή εταιρική διακυβέρνηση και η διαχειριστική διαφάνεια αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση μιας έντιμης διαπραγμάτευσης μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων, βοηθώντας στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
γ) Εργαζόμενοι: Η συμπεριφορά των εργαζομένων είναι επίσης κομβικής σημασίας. Χωρίς εργασιακή ειρήνη είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, μία επιχείρηση να αναπτυχθεί. Από την άλλη οι απαιτήσεις των εργαζομένων πρέπει να είναι σε αρμονία με τις δυνατότητες της κάθε επιχείρησης. Η πρόσφατη ιστορία μας έχει δείξει ότι υπερβολικές απαιτήσεις οδηγούν σε ακραίες καταστάσεις και συχνά σε χρεοκοπία.
Συνοψίζοντας, η κυβέρνηση θα πρέπει, χωρίς να παραγνωρίσει την ανάγκη διαχείρισης του χρέους, να επικεντρωθεί στην ουσιαστική και μόνιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αποφεύγοντας ενέργειες και επιλογές που οδηγούν σε προσωρινά ή σε εικονικά αποτελέσματα, τα οποία δοκιμάσαμε ως χώρα στο παρελθόν με τραγικά δυστυχώς αποτελέσματα, τα οποία τα βλέπουμε γύρω μας καθημερινά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.