Ο ξένος παρατηρητής ο οποίος κάθεται στο γραφείο του στην Ν. Υόρκη, το Λονδίνο ή άλλα χρηματοοικονομικά κέντρα και εξετάζει την πορεία των βασικών μακροοικονομικών δεικτών της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εντυπωσιασθεί.
Δεν είναι λίγο η Ελλάδα να έχει υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης και να μειώνει σημαντικά την ανεργία ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα και μειώνει ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλη χώρα το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα μπορεί να επιχειρηματολογούμε ότι η χώρα θα έπρεπε να αναπτύσσεται ταχύτερα λόγω των υψηλών κοινοτικών ροών και της θεωρίας του «συμπιεσμένου ελατηρίου» και να στεκόμαστε στο σχετικά υψηλό εξωτερικό έλλειμμα και στο χαμηλό πραγματικό εισόδημα. Όμως, οι ξένοι παρατηρητές δεν σκέπτονται με τον ίδιο τρόπο.
Γι’ αυτό το περιοδικό Economist δίνει το χάλκινο μετάλλιο στην Ελλάδα για τις μακροοικονομικές επιδόσεις της το 2024 και άλλοι ξένοι οργανισμοί, όπως η Scope, την αναβαθμίζουν στην επενδυτική βαθμίδα και παραπάνω.
Όλοι αυτοί αποδίδουν την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας στις μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί από τα χρόνια των μνημονίων μέχρι σήμερα. Σε σημαντικό βαθμό έχουν δίκιο αλλά ίσως το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο αν οι μεταρρυθμίσεις δεν συνοδεύονταν από πακτωλό κοινοτικών κεφαλαίων.
Όμως, αρκετές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις είτε δεν έγιναν, είτε υπονομεύθηκαν, είτε υπολειτουργούν μετά την πτώχευση. Κι αυτό γιατί δεν τις θέλει η ελληνική ελίτ, η οποία προσπαθεί να προστατεύσει τα στενά συμφέροντά της. Σ’ αυτό θα συμφωνήσουμε με τον πρώην υπουργό κ. Αλέκο Παπαδόπουλο ο οποίος ανέφερε στο άρθρο του στην έκδοση «World Review» του euro2day και των NY Times:
«Με λίγα λόγια η απάντηση στο ερώτημα γιατί στην Ελλάδα δεν προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις είναι απλή: δεν τις επιθυμεί η πολιτική ελίτ της χώρας με τη συνεπικουρία και των άλλων συναπτομένων ελίτ, όπως της οικονομικής, της ακαδημαϊκής, της μιντιακής κ.λπ.»
Μόνο που εμείς θα βάζαμε πρώτη την οικονομική ελίτ και μετά τις υπόλοιπες.
Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή δεν λειτουργούν οι θεσμοί όπως θα έπρεπε με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα και οι τρεις εξουσίες να συγκλίνουν στην εξής μία. Την εκτελεστική, δηλαδή τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Εδώ θα συμφωνήσουμε με τον κ. Αριστείδη Χατζή, καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο ΕΚΠΑ, ο οποίος μίλησε για θεσμική ανεπάρκεια της χώρας στο δικό του άρθρο στην ίδια ειδική έκδοση.
Απόδειξη είναι η χαμηλή θέση της Ελλάδας σε διάφορους διεθνείς δείκτες για το κράτος Δικαίου που παραθέτει ο ίδιος. «Σε παρόμοιες θέσεις βρίσκεται η χώρα μας στο πολύ πιο αξιόπιστο Economic Freedom of the World του καναδέζικου Fraser Institute ή στο Legatum Prosperity Index. Η Ελλάδα παραμένει μια φιλελεύθερη Δημοκρατία (αλλά όχι από τις καλύτερες) σύμφωνα με το ιστορικό Freedom in the World του Freedom House, αλλά έχει πέσει κατηγορία, αντιμετωπίζεται ως electoral democracy, στο πιο αυστηρό Democracy Report του V-Dem Institute. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί το Democracy Index του Economist, εκεί που η Ελλάδα έχει μια αξιοπρεπή θέση στην πρώτη κατηγορία. Μας αρκεί αυτό;»
Προφανώς, όχι πρέπει να είναι η απάντηση. Η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος που δίνεται προσεχώς δεν θα πρέπει να πάει χαμένη. Η διάκριση των εξουσιών θα πρέπει να είναι πολύ πιο σαφής απ’ ότι σήμερα.
Αν η χρεοκοπία του 2012 άφησε ένα θετικό αποτύπωμα αυτό είναι η έμφαση των ελληνικών κυβερνήσεων στη δημοσιονομική πειθαρχία. Από την άλλη πλευρά, οι μεταρρυθμίσεις σε τομείς, όπως η Δικαιοσύνη, δεν έχουν αποδώσει καρπούς μέχρι στιγμής καθώς υπονομεύονται από κάποιες ελίτ.
Πιθανόν, αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό γιατί η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με την χρεοκοπία και τι πήγε στράφι είναι ακόμη ημιτελής.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.