Δεν γνωρίζουμε τι ειπώθηκε στη συνάντηση που είχαν την προηγούμενη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον, στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό τον υπουργό Οικονομικών Κ. Χατζηδάκη και αναλυτές του οίκου αξιολόγησης Moody’s.
Μπορούμε όμως να εικάσουμε, επειδή το μοτίβο είναι λίγο-πολύ το ίδιο σε τέτοιες περιπτώσεις. Ο υπουργός θα προσπάθησε να αναδείξει τα κατ’ αυτόν ισχυρά σημεία της ελληνικής οικονομίας και θα απάντησε σε ερωτήσεις που θα του υπέβαλαν οι της Moody’s.
Επειδή η Moody’s διατηρεί το αξιόχρεο της Ελλάδας στην κατηγορία της μη επενδυτικής βαθμίδας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποια ή κάποιες ερωτήσεις αφορούσαν τα αδύνατα σημεία της ελληνικής οικονομίας, π.χ. ο χαμηλότερος του εκτιμώμενου ρυθμός ανάπτυξης το 2023.
Μόνο που αυτή τη φορά ο κ. Χατζηδάκης και οι συν αυτόν είχαν έναν ισχυρό άσο στο μανίκι τους, που οι της Moody’s δεν γνώριζαν.
Την αναβάθμιση των προοπτικών (outlook) της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές από τον οίκο S&P, με διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας «ΒΒΒ-» σε μια αιφνιδιαστική κίνηση που κανείς ή τουλάχιστον ελάχιστοι περίμεναν. Κι αυτό γιατί ο ίδιος οίκος είχε αναβαθμίσει την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το περασμένο φθινόπωρο και μια αναβάθμιση των προοπτικών συνήθως οδηγεί σε υψηλότερη βαθμίδα εντός του επόμενου 12μήνου.
Λέμε ότι ο ΥΠΕΘΟ θα πρέπει να γνώριζε γιατί οι οίκοι αξιολόγησης γνωστοποιούν στις κυβερνήσεις την όποια απόφασή τους αναφορικά με το αξιόχρεο της χώρας ενδιαφέροντος, λίγες μέρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση. Το ίδιο θα πρέπει να έγινε με την πρόσφατη ετυμηγορία του Standard & Poor’s (S&P) για την Ελλάδα. Σημειωτέον ότι η ανακοίνωση εκδίδεται την Παρασκευή μετά το κλείσιμο των αγορών στις ΗΠΑ, για ευνόητους λόγους.
Είναι ισχυρό χαρτί γιατί η απόφαση του S&P στρώνει το έδαφος για διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της αξιολόγησης της Moody’s για την Ελληνική Δημοκρατία και του ιδίου. Αυτή η εξέλιξη πρακτικά τοποθετεί μεγαλύτερο βάρος στη Moody’s να ακολουθήσει. Η διαβάθμιση της Moody’s είναι ένα σκαλί χαμηλότερη στο αντίστοιχο «ΒΒ+».
Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί δεν είναι ωραίο για τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης να διαφοροποιούνται τόσο πολύ από τους ανταγωνιστές τους και μάλιστα για τους λάθος λόγους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όσοι αναλυτές έκαναν λάθος μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους και η φήμη του οίκου αξιολόγησης να πληγεί στα μάτια των πελατών του και της αγοράς γενικότερα.
Δεύτερον, γιατί οι της Moody’s γνωρίζουν ότι η επιτοκιακή διαφορά (spread) της Ελλάδας από τη Γερμανία στη 10ετία είναι γύρω στις 120 μονάδες βάσης και όχι πολύ μεγαλύτερη, όπως υποδηλώνει η τωρινή βαθμίδα.
Eπιπλέον, η Ιταλία, με υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση (BBB), δανείζεται ακριβότερα κατά 40-50 μονάδες βάσης σε σύγκριση με την Ελλάδα για 10 χρόνια και ακόμη ακριβότερα για 30 χρόνια. Προφανώς, η αγορά εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει μικρότερο ρίσκο σε σχέση με την Ιταλία από αυτό που αξιολογεί η Moody’s.
Υπενθυμίζεται ότι τυχόν αναβάθμιση από τη Moody’s εκτιμάται ότι δημιουργεί έξτρα ζήτηση για ελληνικά ομόλογα ύψους 10 δισ. ευρώ, με όποια θετική επίπτωση έχει κάτι τέτοιο στο κόστος δανεισμού του κράτους, των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Κι αυτό γιατί τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης θα έχουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι σημαντικό για παθητικούς επενδυτές.
Επομένως, η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από τον S&P έχει κι άλλη μια πτυχή. Βάζει μεγαλύτερη πίεση στη Moody’s να μη μείνει ακόμη πιο πίσω στην ελληνική αξιολόγηση.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.