Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Τουρκία εξήγαγε οπλικά συστήματα αξίας 5,5 δισ. δολαρίων την προηγούμενη χρονιά από 4,5 δισ. το 2022, καταγράφοντας αύξηση 27,1%. Παρ’ όλα αυτά οι Τούρκοι δεν ήταν ικανοποιημένοι καθώς ο στόχος ήταν τα 6 δισ. δολάρια. Για λόγους σύγκρισης, η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει εξάγει υλικό αξίας 7 εκ. δολαρίων το 2022.
Οι κύριες χώρες στις οποίες κατευθύνθηκαν οι τουρκικές εξαγωγές όπλων το 2023 ήταν η Ρουμανία με μερίδιο 22%, οι ΗΠΑ με 20% και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με 8,61%.
Όμως, οι γείτονες περιμένουν να πάνε πολύ καλύτερα το 2024 καθώς υπέγραψαν συμβόλαια πώλησης-ρεκόρ πέρυσι. Μόνο το συμβόλαιο της εταιρείας BAYKAR με την Σουηδική Αραβία για το AKINCI, νέο μη επανδρωμένο οπλισμένο UAV, ξεπερνά τα 3 δισ. δολάρια, τονίζουν.
Τα οφέλη για την τουρκική άμυνα και οικονομία από την διαρκώς αναπτυσσόμενη αμυντική και αεροναυπηγική της βιομηχανία είναι πολλαπλά. Αυτό φυσικά δεν έγινε μέσα σε λίγα χρόνια αλλά είναι το αποτέλεσμα μιας εθνικής στρατηγικής η οποία χαράχτηκε δεκαετίες πριν και χρηματοδοτήθηκε για την παραγωγή οπλικών συστημάτων με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία ώστε να μην εξαρτάται από τρίτους.
Σήμερα, η Τουρκία θεωρείται από τους leaders διεθνώς στα μη επανδρωμένα αυτόνομα αεροσκάφη και ξένες χώρες κάνουν ουρά για να τα παραγγείλουν.
Τι έκανε η Ελλάδα το ίδιο διάστημα για να φτιάξει την δική της εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία, να αναπτύξει και να αξιοποιήσει νέες τεχνολογίες και να δώσει δουλειά σε εξειδικευμένους επιστήμονες π.χ. αεροναυπηγούς; Λίγα πράγματα, λένε οι ειδήμονες (για να μην χρησιμοποιήσουμε πιο σκληρή έκφραση).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ΕΑΒ. Την δεκαετία του 1980, η ΕΑΒ επισκεύαζε τόσο τα ελληνικά μεταγωγικά αεροσκάφη C130 όσο και των χωρών της Βόρειας Αφρικής π.χ. Μαρόκο κ.τ.λ.., αναφέρει άνθρωπος του χώρου. Την σύγχρονη εποχή, η εταιρεία πήρε προκαταβολή το 80% του συμβολαίου από την Πολεμική Αεροπορία για να επισκευάσει τα C130 και δεν έχει παραδώσει κανένα, τονίζει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ΕΑΒ ξεκίνησε δοκιμαστική, πρώιμη παραγωγή του μη επανδρωμένου drone, ονόματι Πήγασος, για επιτήρηση (surveillance). Τις δυο επόμενες δεκαετίες, το ΚΕΠΑ προχώρησε σε βελτιωμένη έκδοση και το Πήγασος πήγε στην ΕΑΒ για παραγωγή.
Με άλλα λόγια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ελλάδα ξεκίνησε από τις πρώτες την κατασκευή τέτοιων drones και κατέληξε να είναι ουραγός σε αντίθεση με την Τουρκία. Επιπλέον, κάνει αδιανόητα πράγματα που δεν συναντώνται σε άλλη χώρα και καταλήγουν σε καθυστερήσεις, υπερβάσεις δαπανών και τελικά αμφίβολο αποτέλεσμα όπως η ανάθεση του σχεδιασμού του προγράμματος Αρχύτας (drones) σε πανεπιστήμια.
Μιλώντας με άτομα της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας, πρώην και νυν, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι απογοητευτικό.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει ούτε εθνική στρατηγική για μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας σε παραγγελίες που δίνονται στο εξωτερικό, ούτε συνέχεια στις διοικήσεις των κρατικών επιχειρήσεων πολεμικού υλικού, ούτε αξιοκρατικές προσλήψεις, ούτε το κατάλληλο νομικό πλαίσιο προμηθειών στρατιωτικού υλικού.
Αναμφίβολα, υπάρχουν κάποιες μικρές ιδιωτικές εταιρείες που παράγουν εξοπλιστικά προϊόντα η τμήματα για το ΝΑΤΟ αλλά αυτό δεν αλλάζει την μεγάλη εικόνα. Με π.χ. απόστρατους αξιωματικούς και δικαστικούς να διοικούν επιχειρήσεις παραγωγής στρατιωτικού υλικού, αυτό δεν γίνεται. Οι απόστρατοι ξέρουν να διοικούν στρατό, όχι παραγωγικές μονάδες όπως ανέφερε παλιό στέλεχος της ΕΑΒ με εμπειρία.
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως να αποκτήσει εθνική στρατηγική που θα υπηρετείται από διαφορετικές κυβερνήσεις και διοικήσεις κρατικών εταιρειών για την ανάπτυξη της εγχώριας στρατιωτικής βιομηχανίας. Αυτό επιβάλλει το εθνικό συμφέρον είτε μιλάμε για ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, είτε για πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο ΑΕΠ.
Καλά κρασιά δηλαδή.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.