Η μαύρη κωμωδία του Stanley Kubrick του 1964, «Dr. Strangelove ή How I learned to stop worrying and love the bomb», σατιρίζει τους φόβους μιας πυρηνικής σύγκρουσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Μερικοί, όπως ο Μπεν Χαντ, το παράφρασαν σε Modern Monetary Theory (MMT): How I learned to stop worrying and love the debt. Κοινώς, Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία: Πώς έμαθα να μην ανησυχώ και να λατρεύω το χρέος.
Ας ξεκινήσουμε από τα καθ’ ημάς. Την περίοδο 2017-2018, η Αθήνα μιλούσε με τους πιστωτές για τα μέτρα ανακούφισης από το υψηλό δημόσιο χρέος που βασίζονταν στην άσκηση επί χάρτου που ονομάζεται ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA). Το ΔΝΤ πίεζε για γενναία μέτρα ανακούφισης καθώς εκτιμούσε ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα ήταν κοντά στο 1% τις επόμενες δεκαετίες και επομένως δεν θα μπορούσε να εμφανίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί μακρόν. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι δανειστές που δεν ήθελαν να «κουρέψουν» το ονομαστικό χρέος ή να πάρουν γενναία μέτρα ανακούφισης, υποστήριζαν ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα ήταν υψηλότερος από 1%, για να βγαίνει η εξίσωση.
Αν και έχουν περάσει λίγα χρόνια, η χώρα εμφάνισε μεγαλύτερα του αναμενόμενου πρωτογενή πλεονάσματα και χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης. Αν προσθέσουμε τα νούμερα του 2020 με την αναμενόμενη βαθιά ύφεση, η πρόβλεψη του ΔΝΤ για μέση ανάπτυξη 1% δεν μοιάζει εξωπραγματική ενώ το δημόσιο χρέος μοιάζει να είναι σε τροχιά για 190%-200% του ΑΕΠ φέτος.
Όμως, δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Μετά το 2007, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν χαλαρές νομισματικές πολιτικές που ενθαρρύνουν την αύξηση του χρέους από τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, οι περισσότερες κυβερνήσεις εφαρμόζουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές που οδηγούν σε αύξηση του δημόσιου χρέους.
Οι κεντρικές τράπεζες παρέχουν ρευστότητα ενώ το πρόβλημα με το χρέος είναι η φερεγγυότητα των κρατών και των εταιρειών που τα εκδίδουν. Ευρισκόμενες υπό πίεση, οι κεντρικές τράπεζες σκόρπισαν λεφτά προς κάθε κατεύθυνση και μέρος τους διοχετεύθηκε στις αγορές, με αποτέλεσμα να ανέβουν οι τιμές των μετοχών, ομολόγων κ.λπ., καθιστώντας ευχερέστερο τον επιπρόσθετο δανεισμό και πάει λέγοντας. Η τελική κατάληξη όλων αυτών των πολιτικών μπορεί να είναι είτε ο υπερπληθωρισμός είτε η ιαπωνοποίηση.
Για όσους δεν τη γνωρίζουν, ακολουθεί μια σύντομη ανασκόπηση της ιαπωνοποίησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η μεγάλη φούσκα στην αγορά ακινήτων και στο χρηματιστήριο της Ιαπωνίας έσπασε και οι τιμές κατέρρευσαν. Οποιοδήποτε τραπεζικό σύστημα θα είχε πρόβλημα, όταν η αξία των εχεγγύων στα δάνεια που είχε δώσει κατακρημνιζόταν. Όμως, η πολιτική και εποπτική απάντηση των ιαπωνικών αρχών ήταν να αρνηθούν την ύπαρξη του προβλήματος και να καθυστερήσουν τις σοβαρές μεταρρυθμίσεις και την αναδιάρθρωση των τραπεζών. Οι τράπεζες συνέχισαν να δίνουν δάνεια σε εταιρείες αμφιβόλου φερεγγυότητας, ποντάροντας στην ανάκαμψή τους ή στη διάσωσή τους από το κράτος. Αν οι τράπεζες δεν είχαν αναχρηματοδοτήσει τα δάνεια, η κοινή γνώμη θα τους επέκρινε πως βύθισαν την οικονομία περισσότερο στην ύφεση, αρνούμενες τις χορηγήσεις στις επιχειρήσεις που τις είχαν ανάγκη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα τραπεζικό σύστημα και πολλές εταιρείες-ζόμπι, από τη μια πλευρά, και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που τροφοδοτούσαν ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, από την άλλη.
Σήμερα, ολοένα και περισσότερο, οι περισσότερες Δυτικές χώρες μοιάζουν να ακολουθούν τα βήματα της Ιαπωνίας, με τον χρόνια χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης, τα μεγάλα κρατικά ελλείμματα, την πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική με τις μαζικές αγορές τίτλων (QE) και τα αρνητικά επιτόκια και τον γηρασμένο πληθυσμό. Είναι στον δρόμο για την ιαπωνοποίηση παρά τον υπερπληθωρισμό. Η Ελλάδα δεν δείχνει να αποτελεί εξαίρεση.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.