Αναφέραμε την προηγούμενη εβδομάδα πως η κρίση με τον κορωνοϊό βρίσκει την Ελλάδα σε καλύτερη μοίρα σε σχέση με άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας, π.χ. Ιταλία, στα δημόσια οικονομικά.
Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους.
Πρώτον, η Ελλάδα διαθέτει ένα απόθεμα ρευστότητας ύψους 30-32 δισ. ευρώ, που δεν διαθέτει ούτε η Ιταλία ούτε η Ισπανία ούτε κάποια άλλη χώρα. Η Ισπανία αναγκάσθηκε να δανεισθεί στο εσωτερικό της πρόσφατα. Φυσικά, η Ελλάδα πληρώνει αρκετά λεφτά για τόκους. Όμως, η χρησιμότητα του μαξιλαριού φαίνεται τόσο σε στιγμές κρίσης, όπως η τωρινή, που η ρευστότητα είναι δυσεύρετη, όσο και σε στιγμές νηνεμίας στις αγορές, γιατί επιτρέπει στη χώρα να δανείζεται φθηνότερα.
Δεύτερον, η Ελλάδα πληρώνει χαμηλά τοκοχρεολύσια παρά το τεράστιο μέγεθος του δημόσιου χρέους της, λόγω των μέτρων ελάφρυνσης που έχουν υλοποιηθεί. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να αντέξει περισσότερο σε σχέση με άλλες χώρες, πριν αναγκασθεί να ζητήσει βοήθεια, αν ακόμη οι αγορές είναι κλειστές και επομένως να μη στιγματισθεί ως η πρώτη ικέτιδα.
Όμως, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες.
Οι αντοχές της οικονομίας δεν είναι μεγάλες, αν οι αγορές παραμείνουν κλειστές, από τη στιγμή που προκύπτουν ανάγκες για μεγάλες κρατικές δαπάνες, ώστε να αντιμετωπισθούν εμπροσθοβαρώς οι συνέπειες της καραντίνας και του κορωνοϊού και τα έσοδα υστερούν. Ίσως, ολίγων μηνών.
Χονδρικά, η χώρα θα έπρεπε να είχε κατά μέσο όρο μηνιαία έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές της τάξης των 6 δισ. ευρώ τον μήνα. Αν υπάρχουν έκτακτες δαπάνες και υστέρηση εσόδων συνολικού ύψους 4-5 δισ. τον Απρίλιο και άλλο 1 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί πως σ’ ένα τρίμηνο, η Ελλάδα μπορεί να κάνει χρήση του μισού αποθέματος ρευστότητας. Κοινώς, να εξαντλήσει τα όρια αναλήψεων από το μαξιλάρι, χωρίς να δίνει λογαριασμό. Δεν μπορεί να κάνει το ίδιο για τα υπόλοιπα 16 δισ. ευρώ, που είναι δάνεια του ESM και προορίζονται για το χρέος. Γι’ αυτά πιθανόν θα έμπαιναν όροι.
Ακόμη κι αν η κυβέρνηση λάμβανε την έγκριση των εταίρων-πιστωτών για διοχέτευση των υπολοίπων 16 δισ. ευρώ περίπου του ESM στην πραγματική οικονομία χωρίς όρους, οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες δεν μπορούν να αγνοηθούν. Κι αυτό γιατί όταν με το καλό τελειώσει όλο αυτό το κακό με την πανδημία, τους νεκρούς και τα κρούσματα στην Ελλάδα, οι υπολογισμοί για τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους θα ξαναγίνουν. Κι όλοι κατανοούμε πως ο συνδυασμός οικονομικής ύφεσης -πιθανόν μεγάλης- και πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού, θα οδηγήσουν σε επιδείνωση της φερεγγυότητας του χρέους.
Για να βγαίνουν λοιπόν οι αριθμοί και να πεισθούν οι αγορές για να μας δανείζουν χωρίς ή με πολύ μικρότερο απόθεμα ρευστότητας, η χώρα θα πρέπει πιθανόν να ακολουθήσει πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική τα επόμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, τα κυβερνητικά σχέδια για μείωση του φόρου αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ, συντελεστών για τα επιχειρηματικά κέρδη, ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ., θα πρέπει πιθανόν να αναβληθούν ή να ακυρωθούν σε μια τέτοια περίπτωση.
Είναι λογικό όταν καίγεται κάποιου το σπίτι να σκέφτεται πρώτα απ’ όλα πώς θα το σώσει. Αυτό ισχύει στη σημερινή περίσταση. Όμως, καλό θα είναι να γνωρίζουν όλοι πως όσα περισσότερα δαπανήσει το κράτος σήμερα εκτός των κοινοτικών πόρων, τόσα περισσότερα θα ζητηθούν από Ελλάδα για να μπορεί να δανείζεται στις αγορές αύριο με χαμηλό επιτόκιο. Και φυσικά, οι αναμενόμενες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας θα πάνε πίσω.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.