Το 2010 που η χώρα μπήκε σε μνημόνιο, η μέση σταθμική φυσική διάρκεια του χρέους ήταν περίπου 7 χρόνια. Κοινώς, θα έπρεπε να βγαίνει στις αγορές και να το αναχρηματοδοτεί κάθε 7 χρόνια κατά μέσο όρο (στη πραγματικότητα σε ακόμη λιγότερα χρόνια).
Σήμερα, η μέση διάρκεια του χρέους της κεντρικής διοίκησης πλησιάζει τα 21 χρόνια με βάση τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ (Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους). Κοινώς, το ρίσκο αναχρηματοδότησης είναι πολύ χαμηλότερο. Επίσης, περίπου το 94% του χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο και επομένως δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων στην αγορά.
Αυτό μπορεί να φαίνεται ως μειονέκτημα σε μια περίοδο ταχείας αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, όμως κάθε μέρα δεν θα' ναι τ’ Αϊ-Γιαννιού. Εξάλλου, το σταθερό επιτόκιο έχει «φιξαρισθεί» σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Το ετήσιο κόστος δανεισμού διαμορφωνόταν στο 1,75% περίπου το 12μηνο διάστημα που έληξε τον Σεπτέμβριο του 2019. Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί σε τέτοιο βαθμό χωρίς την χρήση παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων (derivates), κυρίως swaps.
Μια τέτοια συναλλαγή ανταλλαγής επιτοκίων (swap) αφορούσε τη μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό για 11 περίπου χρόνια στα διακρατικά δάνεια (GLF) ύψους 52,9 δισ. ευρώ του 1ου μνημονίου.
H Ελλάδα πληρώνει το 3μηνο επιτόκιο Euribor + 50 μονάδες βάσης γι’ αυτά τα δάνεια. Για τη μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό και την μείωση του επιτοκιακού ρίσκου, δηλ. να πληρώνει περισσότερους τόκους όταν τα επιτόκια ανέβουν, προέβη σε μια συναλλαγή ανταλλαγής επιτοκίων (swap). Συμφώνησε να εισπράττει το 3μηνο Euribor και να πληρώνει σταθερό επιτόκιο 0,93% σε ονομαστικό ποσό 52,9 δισ. ευρώ. Ως αποτέλεσμα του swap, η Ελλάδα πληρώνει σταθερό επιτόκιο 1,43% περίπου για τα επόμενα 10 και πλέον χρόνια στα διακρατικά δάνεια.
Όμως, στα πλαίσια της συναλλαγής, η Ελλάδα προπλήρωσε-καθότι διαθέτει μεγάλη ρευστότητα- την οφειλή των τελευταίων 5 χρόνων. Αυτό σημαίνει πως από το 2024 και για 5 χρόνια θα πληρώνει μόνο 50 μονάδες βάσης (1 ποσοστιαία μονάδα=100 μονάδες βάσης) στο υπόλοιπο των διακρατικών δανείων, εξοικονομώντας σωρρευτικά 1,2 δισ. ευρώ περίπου ή 250 εκ. τον χρόνο.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που δεν είναι γνωστή και σίγουρα ανακουφίζει τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς, εκμεταλλευόμενη τα περιθώρια που της δίνει το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας 30-35 δισ. ευρώ σήμερα.
Φυσικά, το ποσό του 1 δισ. ευρώ έχει προπληρωθεί, όμως σήμερα υπάρχουν τα περιθώρια για κάτι τέτοιο ενώ κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν το ίδιο θα συμβαίνει στο μέλλον.
Με μια ακόμη κίνηση, η χώρα θα μπορούσε επίσης να εξοικονομήσει κάπου 200 εκ. ευρώ ακόμη αλλά η σκοπιμότητά της δεν είναι ξεκάθαρη. Aς μείνουμε λοιπόν στο 1,2 δισ. ευρώ από το 2024 και μετά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.