Στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν φιλίες αλλά συμφέροντα. Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται πως το κατανοεί πολύ καλά. Προσπαθεί λοιπόν να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή υπερδύναμη, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία της Δύσης να κρατήσει τη χώρα του στο δικό της στρατόπεδο και να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη.
Όμως, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει τις ιδέες του για μια μοντέρνα εκδοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αν η τουρκική οικονομία δεν είχε τις επιδόσεις που έχει επί των ημερών του παρά τα διαρθρωτικά προβλήματά της. Αν η τουρκική οικονομία δεν εμφάνιζε αλματώδη ανάπτυξη κατά την περίοδο της ηγεσίας του ως πρωθυπουργού και κατόπιν προέδρου, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε να ονειρεύεται τέτοια μεγαλεία. Υπενθυμίζουμε ότι η Τουρκία έχει τη 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και συμμετέχει στο G20.
Ισως κανένας δεν προέβλεπε μια τέτοια εξέλιξη στις αρχές του 21ου αιώνα, που η Τουρκία αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ. Οι αριθμοί δείχνουν πως το τουρκικό ΑΕΠ αυξάνεται διαρκώς από το 2002 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το 2009. Πολλοί προέβλεπαν ύφεση για φέτος αλλά διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν πλέον ότι η τουρκική οικονομία θα είναι στάσιμη. Χωρίς μια γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία, ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε ούτε να ηγεμονεύσει πολιτικά ούτε να βρει τους οικονομικούς πόρους για να αναπτύξει την εθνική στρατιωτική βιομηχανία και να προσπαθήσει να επεκτείνει την επιρροή της Τουρκίας από τα Βαλκάνια, π.χ. Βοσνία, Αλβανία, μέχρι την Αφρική, π.χ. Λιβύη.
Πολλοί στην Ελλάδα κι αλλού ισχυρίζονταν πριν δυο-τρία χρόνια ότι η τουρκική οικονομία ήταν μια μεγάλη φούσκα και ήταν απλά θέμα χρόνου το σπάσιμό της. Η οικονομία της γείτονος επιβραδύνθηκε σε ετήσια βάση και για λίγα τρίμηνα συρρικνώθηκε αλλά δεν κατέρρευσε, παρέχοντας την ευχέρεια στον Ερντογάν να συνεχίσει την υλοποίηση των σχεδίων του. Όμως, η τουρκική οικονομία έχει σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, που αποτυπώθηκαν στη μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Η ισοτιμία σκαρφάλωσε κοντά στις 7 λίρες ανά δολάριο τον Αύγουστο του 2018, για να υποχωρήσει κοντά στις 5,7 λίρες σήμερα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η συσσώρευση εξωτερικού χρέους, που έχει τροφοδοτήσει σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη της Τουρκίας από το 2002. Παρά τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων, δεν υπήρχε επαρκής αποταμίευση στο τουρκικό χρηματοοικονομικό σύστημα για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Η χώρα, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις δανείσθηκαν σε ξένα νομίσματα για να ξεπεράσουν τον περιορισμό. Τα χαμηλά επιτόκια του δολαρίου και του ευρώ έδωσαν περαιτέρω ώθηση. Όμως, ανακάλυψαν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να αποπληρωθεί το εξωτερικό χρέος, όταν η λίρα υποτιμάται. Οι καταναλωτές δεν επιτρέπεται μεν να δανεισθούν σε ξένο νόμισμα αλλά οι τράπεζες μπορούν και τους δανείζουν εν συνεχεία λίρες. Με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, τα πιστωτικά ιδρύματα εισπράττουν τόκους σε λίρες ενώ πληρώνουν τόκους σε ανατιμημένα ξένα νομίσματα.
Οι τράπεζες που ελέγχονται από το κράτος εκτιμάται πως έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα και ίσως χρειαστούν ανακεφαλαιοποίηση. Από την άλλη πλευρά, η χώρα έχει ενισχύσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να περιορίσει το ρίσκο και έχει καταφέρει να περιορίσει δραστικά το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο. Αν όμως τα επιτόκια του δολαρίου και του ευρώ πάρουν την ανηφόρα, η κατάσταση θα χειροτερεύσει, γιατί η αναχρηματοδότηση των δανείων σε ξένα νομίσματα -πολλά είναι βραχυπρόθεσμα- θα είναι ζημιογόνα.
Ο Ερντογάν ποντάρει προφανώς στη συνέχιση των μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και στη χαλαρή νομισματική πολιτική της Fed. Αυτά καθιστούν τα τουρκικά χρεόγραφα αρκετά ελκυστικά στους ξένους επενδυτές που αναζητούν αποδόσεις. Χωρίς το QE και συνακόλουθα τα επιτόκια σε τόσο χαμηλά επίπεδα, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας θα ήταν τέτοια που θα έθεταν σε κίνδυνο την επεκτατική πολιτική του Ερντογάν. Με άλλα λόγια, το εξωτερικό χρέος αποτελεί εν δυνάμει τροχοπέδη στις επεκτατικές βλέψεις του Ερντογάν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.