Η πρόσφατη ιστορία με τις αυξήσεις σε αρκετές προμήθειες που πήγαν να επιβάλουν οι τράπεζες, είναι ενδεικτική της πίεσης που αισθάνονται για να αυξήσουν τα έσοδά τους.
Ως γνωστόν, η κύρια πηγή εσόδων των εγχώριων τραπεζών είναι οι τόκοι. Για την ακρίβεια, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) ως προς το ενεργητικό στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όμως, η τάση στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων σε συνδυασμό με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) δείχνει περιορισμό των συνολικών εσόδων από τόκους. Επομένως, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει λοιπόν να βρουν έσοδα από αλλού, εκτός από την περαιτέρω συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους στην οποία θα πρέπει να προχωρήσουν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η αύξηση των ελληνικών κρατικών ομολόγων που θα μπορούν να διακρατούν οι τράπεζες είναι επιθυμητή.
Πρόκειται για θέμα που συζητείται εδώ και καιρό αλλά δεν έχει θετική κατάληξη μέχρι σήμερα. Κι αυτό παρότι υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος εμφανίζεται πολύ αισιόδοξο και φέρεται να διαμηνύει πως το θέμα έχει τελειώσει, υπό την έννοια ότι οι θεσμοί και κυρίως η ΕΚΤ (SSM) έχουν συμφωνήσει.
Θυμόμαστε ότι την τελευταία φορά που είχαμε αναφερθεί στο θέμα, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου βρισκόταν αρκετά πάνω από το 2%. Υποστηρίζαμε τότε πόσα κεφαλαιακά οφέλη θα είχαν οι τράπεζες, αν ο περιορισμός των αγορών είχε αρθεί νωρίτερα, όταν η απόδοση του 10ετούς βρισκόταν πάνω από το 3% και των υπόλοιπων ομολόγων ανάλογα.
Παρά τη μεγάλη υποχώρηση των αποδόσεων, η άρση του πλαφόν που υπάρχει και η αύξηση των θέσεων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα εκτιμάται πως θα είχε θετική επίπτωση στα έσοδα των τραπεζών.
Η προοπτική αναβάθμισης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα εντός της επόμενης διετίας και οι ενδεχόμενες αγορές από την ΕΚΤ σ' εκείνη την περίπτωση, αν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) είναι ακόμη ενεργό, κάνει πιο ενδιαφέρουσα μια τέτοια εξέλιξη.
Φυσικά, οφέλη θα υπήρχαν επίσης για την ελληνική αγορά ομολόγων, αφού θα αποκτούσε μεγαλύτερο βάθος και ρευστότητα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους. Από την άλλη πλευρά, κάποιος ίσως ισχυρισθεί πως μια τέτοια εξέλιξη θα ενίσχυε περισσότερο τον ομφάλιο λώρο των τραπεζών με το κράτος, που αποδείχθηκε επικίνδυνος κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν τρόποι να επιτραπεί στις τράπεζες να αυξήσουν τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων, με τον SSM να θέτει διάφορα κριτήρια, π.χ. αξία ομολόγων προς τα ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η αντικατάσταση εντόκων γραμματίων που λήγουν με ομόλογα θα μπορούσε επίσης να εξετασθεί.
Σε κάθε περίπτωση, τα υπέρ είναι περισσότερα από τα κατά στην περίπτωση που επιτραπεί στις εγχώριες τράπεζες να αυξήσουν τις θέσεις τους σε ελληνικά ομόλογα. Μια θετική μεταμνημονιακή αξιολόγηση από τους θεσμούς προσεχώς και το σχέδιο «Ηρακλής» συνιστούν καλούς λόγους για να υποβληθεί το ελληνικό αίτημα και να γίνει αποδεκτό.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.