Αν η οικονομία είναι ψυχολογία, τότε η σημαντική βελτίωση της οικονομικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στη χώρα μας δικαιολογούν υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Όμως, η ανάπτυξη δεν διατάσσεται και το καλό κλίμα θα πρέπει να υποστηρίζεται από καλά νέα και κυρίως πράξεις, για να έχει διάρκεια.
Ένα τέτοιο γεγονός είναι η αναβάθμιση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα από την οποία απέχει τρεις βαθμίδες, με βάση την αξιολόγηση των οίκων Fitch και DBRS και περισσότερες με βάση τους S&P και Moody’s.
Υπενθυμίζουμε ότι ο S&P πρόκειται να ανακοινώσει την ετυμηγορία του σε λίγες μέρες και ο καναδικός DBRS την 1η Νοεμβρίου.
Όλοι σχεδόν θεωρούν πολύ πιθανό ο S&P να αναβαθμίσει την Ελλάδα στη βαθμίδα «ΒΒ-» από «Β+» με θετικές προοπτικές, που την έχει σήμερα.
Αν αυτό συμβεί, ο S&P θα ευθυγραμμισθεί με τον Fitch και τον καναδικό DBRS, που την έχουν ήδη στο «ΒΒ-» με σταθερές προοπτικές.
Η υποχώρηση των αποδόσεων στα ελληνικά ομόλογα την εβδομάδα που μας πέρασε αποδίδεται στις προσδοκίες για αναβάθμιση το προσεχές διάστημα, στον απόηχο των πρόσφατων θετικών εκθέσεων για το συστημικό σχέδιο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων «Ηρακλής».
H απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο 1,32% και του 5ετούς ομολόγου στο 0,59%.
Ως γνωστόν, η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα συνδέεται από τους περισσότερους αναλυτές με τις αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ και την περαιτέρω συρρίκνωση των αποδόσεών τους, τον φθηνότερο δανεισμό των τραπεζών από την ΕΚΤ και τις αγορές κ.λπ.
Όμως, η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει υπομονή για μεγάλο χρονικό διάστημα για να πιει νερό από αυτή την πηγή, αν δεν κινηθεί έξυπνα.
Το «κλειδί» μιας ταχύτερης αναβάθμισης κρατά ο καναδικός οίκος Morningstar DBRS, κατά την άποψή μας.
Ο ανωτέρω οίκος, ο οποίος μας έχει στο «ΒΒ-» με σταθερές προοπτικές, αναμένεται να ανακοινώσει την απόφασή του για την Ελλάδα σε 10 μέρες περίπου.
Αν οι ειδήμονες έχουν δίκιο, οι Καναδοί θα αναβαθμίσουν την Ελλάδα στο «ΒΒ» και παίζεται αν θα συνοδεύεται από σταθερές ή θετικές προοπτικές.
Οι ίδιοι σημειώνουν πως ο οίκος κράτησε μόνος του την Πορτογαλία στην επενδυτική βαθμίδα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να αγοράζει τα ομόλογά της και να μην επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός με πολλούς τόκους.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δύο το πρόσωπο.
Αναφερόμαστε στα συμφέροντα και πιο συγκεκριμένα στις δουλειές που μπορεί να προκύψουν στην Ελλάδα.
Η Αθήνα ενδιαφέρεται για μια σχετικά γρήγορη πορεία αναβάθμισης -τουλάχιστον πιο γρήγορη σε σύγκριση με τους άλλους οίκους- και ο καναδικός οίκος αξιολόγησης να πάρει δουλειές, όπως άλλωστε κάνουν όλοι.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα δεν σχεδιάζει να εκδώσει πολλά κρατικά ομόλογα τα επόμενα χρόνια, με βάση τις χρηματοδοτικές ανάγκες της. Όμως, έχει κάτι που ενδιαφέρει πολύ τον οίκο αξιολόγησης DBRS. Οι μεγάλες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που θα γίνουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με το σχέδιο «Ηρακλής», δύο οίκοι θα πρέπει να αξιολογούν τα χαρτοφυλάκια δανείων που τιτλοποιούνται. Στη συγκεκριμένη αγορά, όπου έχουν ήδη παρουσία οι οίκοι Fitch και Moody’s αλλά όχι ο S&P.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στην Ελλάδα που να είναι ευχαριστημένος από τη στάση του οίκου Moody’s, το δίδυμο Fitch και DBRS θα μπορούσε να προτιμηθεί στις τιτλοποιήσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Καναδοί θα έμπαιναν στην αγορά, αποκτώντας πελατεία και βγάζοντας κέρδη, εκτιμούν τρίτοι.
Η φήμη που ήδη έχουν λόγω Πορτογαλίας βοηθά στην επιλογή τους από τις τράπεζες αλλά χρειάζονται κι άλλες απτές αποδείξεις, όπως ένας ταχύτερος ρυθμός αναβάθμισης της Ελλάδας.
Μια τέτοια κίνηση θα βοηθούσε επίσης τον DBRS. Η αναβάθμιση της Ελλάδας θα ευνοούσε τις τιτλοποιήσεις των ΜΕΑ στις οποίες θα συμμετείχε ο DBRS μέσω της αξιολόγησης των ΜΕΑ.
Γι’ αυτό η Αθήνα θα πρέπει να παίξει μπάλα με τους Καναδούς.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.