Γιατί οι χρηματιστηριακές αγορές υποχωρούν το τελευταίο διάστημα ενώ τα ομόλογα κερδίζουν έδαφος;
Η εύκολη εξήγηση είναι ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα, οι ανησυχίες για την κατάσταση της οικονομίας της Γερμανίας, η πολιτική σκηνή της Ιταλίας και το Brexit όπως γράφεται κατά κόρον.
Όλα αυτά είναι σωστά.
Όμως, από πίσω «κρύβεται» μια νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σταδιακά στις αγορές τα τελευταία χρόνια.
Αν ήταν να την περιγράψουμε θα λέγαμε πως χαρακτηρίζεται από την αντίληψη ότι κινητές αξίες που εμπεριέχουν ρίσκο, όπως οι μετοχές, είναι ασφαλείς επενδύσεις που μπορούν να ρευστοποιηθούν εύκολα και να είναι μέσο αποταμίευσης.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της αντίληψης έπαιξαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες με τις παρεμβάσεις τους για να αποσοβήσουν τα χειρότερα κάθε φορά που οι αγορές ήταν σε αναταραχή.
Οι κεντρικές τράπεζες παρείχαν μια πολύ φθηνή ασφάλεια απέναντι στην πτώση των αγορών που έγινε ευρύτερα γνωστή ως το put (option) των κεντρικών τραπεζών.
Ήταν λοιπόν εύλογο ολοένα και περισσότεροι συμμετέχοντες να παίρνουν μεγαλύτερα ρίσκα.
Την ίδια στιγμή αρκετοί επενδυτικοί οίκοι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν την όρεξη τους για μεγαλύτερο ρίσκο και να βγάλουν εύκολα κέρδος, πουλώντας παράγωγα προϊόντα ασφάλισης για το ενδεχόμενο βουτιάς των αγορών.
Τα κρατικά ομόλογα βρέθηκαν σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση γιατί εκτός από την μείωση των επιτοκίων παρέμβασης θα μπορούσαν να βασισθούν επίσης στις μαζικές αγορές των κεντρικών τραπεζών (QE).
Για τους αγοραστές και κατόχους τέτοιων ομολόγων, η άνοδος των τιμών ήταν μονόδρομος αφού υπήρχε ουσιαστικά η εγγύηση των κεντρικών τραπεζών.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν εύλογο η στρατηγική του «αγόραζε στην πτώση» να αποκτήσει πολλούς πιστούς με δεδομένες τις μεγάλες ευκαιρίες κέρδους.
Mάλιστα, κάθε φορά που η αγορά υποχωρούσε και έβγαιναν αγοραστές για να ακολουθήσει ράλι, ενισχύετο η άποψη ότι η άνοδος ήταν μονόδρομος.
Στους κερδισμένους ασφαλώς ήταν κι όσοι πουλούσαν ασφάλιση, εισπράττοντας το ασφάλιστρο (premium).
Όλο αυτό το σκηνικό οδηγούσε στο σημείο ολοένα και περισσότεροι να υποτιμούν ή αγνοούν τους κινδύνους.
Όταν λοιπόν οι αγορές αρχίζουν να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας σε εξέλιξη, την οικονομία της Γερμανίας σε πτωτική τροχιά, την Ιταλία σε αναβρασμό και το Brexit προ των πυλών, αρκετοί θιασώτες της στρατηγικής «αγόραζε στην πτώση» μετατρέπονται σε πωλητές.
Επιπλέον, οι πωλητές προστασίας σε ενδεχόμενη πτώση των αγορών ξαφνικά αντιλαμβάνονται ότι μπορούν να βρεθούν με μεγάλες ζημιές.
Αρχίζουν λοιπόν είτε να σορτάρουν (πωλούν τίτλους που έχουν δανεισθεί) τους τίτλους για να περιορίσουν τις απώλειες είτε σπεύδουν κι οι ίδιοι να αγοράσουν προστασία από άλλους.
Ο συνδυασμός των πωλήσεων από τους θιασώτες των επενδυτικών στρατηγικών που αγνοούσαν τον κίνδυνο και τους πωλητές προστασίας είναι αρκετός για να συμπιέσει τις τιμές και το κυριότερο να μειωθεί η ρευστότητα στην αγορά.
Είναι η στιγμή που η άγνοια του κινδύνου δίνει την θέση της στον πανικό καθώς η εμπιστοσύνη στην ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να αποσοβήσουν τα χειρότερα αποδυναμώνεται.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.