Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, ο καθηγητής κ. Σπράος και λίγοι ακόμη πρότειναν τη ριζική μεταρρύθμιση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος, για να γίνει βιώσιμο.
Όταν ο αρμόδιος υπουργός κ. Γιαννίτσης επιχείρησε να κάνει κάτι δραστικό στις αρχές της νέας χιλιετίας, αντιμετώπισε τη σχεδόν καθολική αντίδραση της κοινωνίας και την αποδοκιμασία της ίδιας της κυβέρνησής του.
Το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας δεν μεταρρυθμίστηκε ουσιαστικά, λαμβάνοντας υπόψη τα δυσμενή δημογραφικά δεδομένα.
Αντίθετα, έγινε ακόμη πιο γενναιόδωρο, με αυξήσεις συντάξεων που υπάκουαν μόνο σε προεκλογικές λογικές, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις με εφάπαξ που δεν είχαν σχέση με τις καταβληθείσες εισφορές και άλλα που διόγκωσαν τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Για να καλυφθούν τα διαρκώς διογκούμενα ελλείμματα, η Ελλάδα πήρε δάνεια που αύξησαν κατακόρυφα το δημόσιο χρέος.
Οι εκτιμήσεις για την επιβάρυνση του δημόσιου χρέους από το συνταξιοδοτικό την περίοδο 2000-2009 ποικίλλουν, ξεκινώντας από τα 60 δισ. και φθάνοντας τα 120 δισ. ευρώ.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα ίσως δεν είχε ουσιαστικά χρεοκοπήσει και πάει σε μνημόνια το 2010, χωρίς αυτό το έξτρα χρέος.
Παρά τις μειώσεις των συντάξεων που έγιναν τα χρόνια της κρίσης, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε, λόγω της συρρίκνωσης της οικονομίας.
Σήμερα, μετά από τόσες περικοπές συντάξεων, η χώρα δαπανά σήμερα κάπου 29 δισ. ευρώ έναντι 27 δισ. περίπου το 2007, πριν η οικονομία μπει σε ύφεση.
Η δημόσια συνταξιοδοτική δαπάνη φθάνει το 16% του ΑΕΠ περίπου και είναι η υψηλότερη στην ευρωζώνη και την ΕΕ.
Υπό αυτή την έννοια, έχουμε το πιο γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ευρώπη, παρότι πάρα πολλές συντάξεις είναι χαμηλές και δεν μπορεί να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς.
Οι μισές περίπου συνταξιοδοτικές χρηματοδοτούνται από τις ήδη υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και οι υπόλοιπες από τους φόρους του προϋπολογισμού, που πληρώνουν βασικά οι νυν εργαζόμενοι.
Το έξτρα κονδύλι των 800 εκατ. ευρώ ή «13η σύνταξη» όπως ονομάσθηκε προεκλογικά πληρώνεται από φόρους, δηλαδή τους σημερινούς εργαζόμενους.
Επίσης, εκκρεμεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα κρίνει αν ο επανυπολογισμός των συντάξεων από τον ν. Κατρούγκαλου είναι συνταγματικός.
Το κόστος ανέρχεται σε 2% του ΑΕΠ περίπου ή επιπλέον 3,5-4 δισ. ευρώ ετησίως σε συντάξεις, σύμφωνα με τους δανειστές.
Υπενθυμίζουμε ότι οι αποφάσεις του ΣτΕ το 2015 έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 στις κύριες και επικουρικές συντάξεις.
Το υπουργείο επινόησε τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων, προβάλλοντας ως δικαιολογία την ίση μεταχείριση παλαιών και νέων συνταξιούχων.
Ετσι, προέκυψε η περιβόητη προσωπική διαφορά, που υποτίθεται θα συμψηφιζόταν με τις προσδοκώμενες αυξήσεις στις συντάξεις, που θα γίνονταν από 1/1/2019 και μετά μετατέθηκαν για την 1/1/2023.
Όμως, η κυβέρνηση, με τη στήριξη της αντιπολίτευσης, δεν εφάρμοσε τον Ν.4422/2017 περί περικοπής της προσωπικής διαφοράς.
Παραμένει λοιπόν σε ισχύ ο ν. Κατρούγκαλου, με δύο κατηγορίες συνταξιούχων και ριγμένους τους νέους, που για τα ίδια συντάξιμα χρόνια και εισφορές παίρνουν συντάξεις μειωμένες κατά 35%-40%, κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με τους παλιούς.
Εν τω μεταξύ, ο πληθυσμός της χώρας γηράσκει και αρκετοί νέοι έχουν φύγει ή και φεύγουν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μειώνεται περαιτέρω ο αριθμός των εργαζομένων που χρηματοδοτούν τις συντάξεις.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα της οποίας το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα πιέζεται από τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις.
Όμως, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες φρόντισαν να θεσμοθετήσουν τον 2ο και 3ο πυλώνα, δηλαδή την επαγγελματική και ιδιωτική ασφάλιση, για να μπορούν οι εργαζόμενοι να συμπληρώσουν τη δημόσια σύνταξη με την προσωπική τους αποταμίευση.
Αυτό δηλαδή για το οποίο επικρίθηκε πάλι χθες ο διοικητής της ΤτΕ κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Είναι λοιπόν ανάγκη να κατανοήσουμε γιατί χρεοκόπησε το ασφαλιστικό σύστημα και πώς έχει η κατάσταση σήμερα, ώστε να υπάρξει πολιτική και κοινωνική συναίνεση για τη μεταρρύθμισή του.
Αν αυτό δεν γίνει, οι συντάξεις θα μειωθούν κι άλλο στο μέλλον και οι σημερινές συντάξεις θα φαντάζουν υψηλές στους μελλοντικούς συνταξιούχους, που θα βγαίνουν στη σύνταξη αργότερα, κατά την ταπεινή μας άποψη.
Και τότε δεν θα υπάρχει ούτε η δικαιολογία των αποθεματικών των Ταμείων που καταληστεύθηκαν, ούτε κάτι άλλο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.