Το «κούρεμα» του χρέους μπορεί να πάρει διάφορες μορφές.
Η πιο γνωστή και κατανοητή είναι το «κούρεμα» του ονομαστικού ποσού του χρέους.
Οφείλεις 1.000 ευρώ και ο δανειστής σου μειώνει την οφειλή, π.χ. στα 600 ευρώ, με αποτέλεσμα να πληρώνεις τοκοχρεολύσια σε μικρότερο ποσό.
Αυτό πρακτικά συνέβη με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (PSI Plus) το 2012, με ταυτόχρονη επιμήκυνση των λήξεων.
Από τα κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 206 δισ. ευρώ που συμμετείχαν στη διαδικασία, «κουρεύτηκαν» λίγο πάνω από τα μισά.
Όμως, η τελική μείωση στο χρέος ήταν μικρότερη, γιατί χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν οι εγχώριες τράπεζες λόγω των ζημιών που υπέστησαν από το «κούρεμα» των ομολόγων που κατείχαν.
Όμως, το «κούρεμα» μπορεί να πάρει κι άλλη μορφή, π.χ. σε παρούσα αξία.
Η αξία μιας οφειλής 1.000 ευρώ είναι διαφορετική από μια ισόποση οφειλή σε 10 ή 20 ή 30 χρόνια από σήμερα.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, η μέση σταθμική διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης είναι ελαφρώς πάνω από τα 18 χρόνια.
Χονδρικά, το ελληνικό χρέος αναχρηματοδοτείται κάθε 18 χρόνια περίπου έναντι 6 ετών ή ακόμη λιγότερο άλλων χωρών της ευρωζώνης όπως η Ιταλία, η Ισπανία κ.τ.λ.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το 89% περίπου του συνολικού δημόσιου χρέους ήταν σε σταθερό επιτόκιο στο τέλος του 2018.
Είμαστε σίγουροι ότι το ποσοστό έχει ανέβει κι άλλο από τότε και πιθανόν ξεπερνά το 91%.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης ήταν 13 έτη στις 31 Δεκεμβρίου του 2018.
Με άλλα λόγια, η χώρα θα πρέπει να ανατιμολογήσει το σταθερό επιτόκιο στο 89% και πλέον του χρέους, σε 13 χρόνια περίπου κατά μέσο όρο.
Όλα αυτά δεν είναι τυχαία και δεν έγιναν εν μια νυκτί.
Η διαδικασία ξεκίνησε μερικά χρόνια πριν και επιταχύνθηκε από τα βραχυχρόνια μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Τα τελευταία αφορούσαν ομόλογα του EFSF ονομαστικής αξίας 30 δισ. ευρώ και πλέον, που είχαν λάβει οι εγχώριες τράπεζες στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησής τους.
Οι τράπεζες έλαβαν ρευστό αλλά ουσιαστικά αυτά τα ομόλογα αντικαταστάθηκαν με άλλα, που λήγουν σε 30 χρόνια και άνω, και φέρουν σταθερό επιτόκιο.
Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα δάνεια σταθερού επιτοκίου του ESM (τρίτο μνημόνιο) άνω των 50 δισ. ευρώ.
Τέλος, θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι πράξεις swap σε επιτόκια (ανταλλαγή κυμαινόμενου επιτοκίου με σταθερό), στις οποίες προχώρησαν αθόρυβα ο ΟΔΔΗΧ και ο ESM τα τελευταία χρόνια.
Προφανώς, για να μη γίνουν αντιληπτοί από την αγορά και ανέβει το κόστος.
Δεν γνωρίζουμε την αξία (notional amount) των swaps, όμως θα υποθέταμε πως μπορεί να ξεπερνά τα 50 δισ. ευρώ.
Όλα αυτά εξηγούν γιατί το 90% και πλέον του χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο (με τα swaps), με αποτέλεσμα το μέσο σταθμικό κόστος δανεισμού να ανέρχεται σε 1,4% το 2018 από 2,2% το 2017 και 6,2% το μακρινό 2000 πριν την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ.
Όλα αυτά που περιγράφουμε ίσως μοιάζουν πολύ τεχνικά.
Όμως, αποτυπώνουν μια πραγματικότητα.
Την «κρυφή» ή καλύτερα αθόρυβη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Όταν οι πολιτικοί κοκορομαχούσαν, κάποιοι άλλοι κοιτούσαν το συμφέρον της χώρας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.