Οσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα θα συμφωνήσουν, εκτιμούμε, σε αυτό που θα γράψουμε πιο κάτω.
Ο διοικητής της ΤτΕ κ. Στουρνάρας, ως υπουργός Οικονομικών, στο κρίσιμο Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 πέτυχε την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τη χώρα, στο πλαίσιο του 2ου μνημονίου.
Αν ήταν στο χέρι του, η συμφωνία θα ήταν πολύ καλύτερη σε όρους δημοσιονομικής λιτότητας, μέτρων ελάφρυνσης του χρέους κ.τ.λ.. Ποιος δεν θα το ήθελε άλλωστε.
Όμως, δεν ήταν.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ διαφωνούσαν μεταξύ τους και η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας, που το καλοκαίρι του 2012 είχε φθάσει στα πρόθυρα της εξόδου από την ευρωζώνη και απετράπη λόγω παρέμβασης των ΗΠΑ, της Κίνας και άλλων, ήταν εξαιρετικά αδύνατη έως ανύπαρκτη.
Πράγματι, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ από το 2016 και μετά ήταν θεόρατος.
Όμως, είναι εξίσου βέβαιο πως ο στόχος θα χαμήλωνε σε απροσδιόριστο ύψος με την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στα οποία είχαν συμφωνήσει οι θεσμοί τον Νοέμβριο του 2012.
Υπενθυμίζουμε πως ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι συνάρτηση του επιτοκίου δανεισμού και του προβλεπόμενου ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) που καταρτίζουν το ΔΝΤ και οι θεσμοί.
Ό,τι αναφέραμε πιο πάνω για τον κ. Στουρνάρα και το ντιλ του Νοεμβρίου του 2012 ισχύει για τη συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους τον Ιούνιο του 2018 με υπουργό Οικονομικών τον κ. Τσακαλώτο.
Ηταν η καλύτερη δυνατή για τη χώρα, με δεδομένες τις ισορροπίες και τις καταστάσεις μεταξύ των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ σε μικρότερο βαθμό.
Αυτά για το παρελθόν και μερικούς από τους πρωταγωνιστές του.
Οσον αφορά το παρόν, η ΤτΕ έχει δίκιο να επισημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος λόγω εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων να προσγειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης στο 1,9% ή και χαμηλότερα, θα προσθέταμε, με πρόχειρους υπολογισμούς.
Δεν λέμε ότι θα συμβεί και σίγουρα το απευχόμαστε.
Όμως, υπάρχει κίνδυνος, με τον ρυθμό ανάπτυξης στην ευρωζώνη να υποβαθμίζεται και τον τουρισμό να κινείται πιθανόν σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2018.
Η ανάπτυξη που στηρίζεται στην κατανάλωση, όταν υπάρχει μικρή παραγωγική βάση και συνθήκες αποεπένδυσης από την προηγούμενη δεκαετία, δεν είναι βιώσιμη.
Επιπρόσθετα, ο χαμηλότερος του εκτιμώμενου ρυθμός ανάπτυξης περιορίζει τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών σε μια χώρα που έχει δεσμευθεί να πετυχαίνει πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
Αυτό συνιστά μεγάλη πρόκληση για την όποια κυβέρνηση. Ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι δικαστικές αποφάσεις.
Αντί να καβγαδίζουμε για το παρελθόν και να απευθύνουν τα κόμματα κατηγορίες εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων, ας συμφωνήσουμε στο τι μπορεί να γίνει για να μη μετουσιωθεί μια ενδεχόμενη οικονομική επιβράδυνση σε δημοσιονομική απόκλιση.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμεύει ως απορροφητήρας των δημοσιονομικών κραδασμών. Ούτε να μεταθέτει το κράτος πληρωμές προς τους ιδιώτες στο μέλλον για να ωραιοποιήσει τους λογαριασμούς του.
Η προώθηση κάποιων δεκάδων επενδυτικών πρότζεκτ που περιμένουν στην ουρά ίσως είναι ο πιο άμεσος και ίσως αποτελεσματικότερος τρόπος για να τονωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.
Και όπως γράψαμε πρόσφατα, η ενθάρρυνση και προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό των κρατικών δαπανών και τη σταδιακή γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών ίσως αποτελέσει ασπίδα για την αποτροπή μιας δημοσιονομικής εκτροπής.
Όμως, όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν εγκαίρως. Πριν εμφανισθεί το πρόβλημα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.