Μια φορά κι έναν καιρό, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες μείωναν τα επιτόκια για να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να δανεισθούν χρήματα για να τα επενδύσουν και να αγοράσουν καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες.
Η νομισματική πολιτική λειτουργούσε με χρονική υστέρηση 6 έως 12 μηνών, αλλά συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση του πληθωρισμού.
Σε άλλες περιπτώσεις, το αντίθετο συνέβαινε καθώς οι κεντρικές τράπεζες αύξαναν τα επιτόκια για να υποχωρήσει ο ρυθμός ανάπτυξης και να ελεγχθεί ο πληθωρισμός.
Η μεγάλη κρίση του 2008 έβαλε για τα καλά στη ζωή μας τις μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές, που η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας χρησιμοποιούσε ήδη από πιο παλιά.
Η ποσοτική χαλάρωση (QE) έγινε μέρος του λεξιλογίου μας, με τη Fed, την ΕΚΤ και άλλες να αγοράζουν σωρηδόν μεγάλες ποσότητες κινητών αξιών.
Φυσικά, δεν ξεπέρασαν την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, που είδε τον ισολογισμό της να διογκώνεται ξεπερνώντας το 100% του ΑΕΠ της χώρας.
Όμως, ο ισολογισμός της ΕΚΤ υπερδιπλασιάσθηκε, φθάνοντας το 40% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, με τον Μάριο Ντράγκι να δίνει το σύνθημα, το καλοκαίρι του 2012, με τη φράση «οτιδήποτε κι αν χρειασθεί» για τη σωτηρία του ευρώ.
Οι συστηματικές, μαζικές αγορές τίτλων είχαν σκοπό να τονώσουν τις οικονομίες και να αποτρέψουν την εμφάνιση του αποπληθωρισμού.
Σε σημαντικό βαθμό, το πέτυχαν. Ιδίως στις ΗΠΑ, με τη βοήθεια της δημοσιονομικής πολιτικής.
Όμως, ταυτόχρονα συνέβη κάτι ακόμη.
Η νομισματική πολιτική χρησιμοποιήθηκε για να καθησυχαστούν οι αγορές, ώστε να μην προκληθεί πανικός από τις ρευστοποιήσεις τεράστιων θέσεων σε κινητές αξίες -συχνά σπεκουλαδόρων.
Η πολιτική των κεντρικών τραπεζών ενθάρρυνε το άνοιγμα ακόμη περισσότερων θέσεων και τόνωσε την ψυχολογία των σπεκουλαδόρων και γενικά των ταύρων.
Οι τελευταίοι ήταν περίπου σίγουροι πως το ιππικό των κεντρικών τραπεζών θα ερχόταν για να τους σώσει σε περίπτωση ανάγκης, για να μην προκληθεί νέα οικονομική κρίση.
Ηταν μια έμμεση παραδοχή ότι οι αγορές επηρεάζουν άμεσα τις πραγματικές οικονομίες.
Η στροφή 180 μοιρών του προέδρου της Fed κ. Πόλσεν, μετά τη μεγάλη διόρθωση του 4ου τριμήνου στις αγορές, αποδεικνύει πως ήταν σωστοί στις εκτιμήσεις τους.
Επίσης, η μετάθεση της αύξησης των επιτοκίων στο 2020 και η νέα ένεση φθηνής ρευστότητας της ΕΚΤ προς τις τράπεζες της ευρωζώνης, στον απόηχο της σημαντικής οικονομικής επιβράδυνσης στην ΟΝΕ λίγο καιρό μετά το τέλος των νέων αγορών ομολόγων, δείχνει ότι η συγκεκριμένη νομισματική πολιτική έχει όρια.
Είναι προφανές ότι οι ανωτέρω πολιτικές ενθαρρύνουν την ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου σε αγορές που ήδη έχουν κάνει μεγάλο ράλι.
Όταν όμως συμβεί κάτι που μειώνει τη διάθεση των συμμετεχόντων στις αγορές για ανάληψη ρίσκου, οι στρατηγικές απομόχλευσης κυριαρχούν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής ρευστότητα.
Η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών για να μην προκληθεί χάος στις αγορές, με δυσμενείς συνέπειες στην πραγματική οικονομία, ακολουθεί.
Εκεί λοιπόν που οι κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούσαν τον τραπεζικό δανεισμό για να ελέγχουν τη ρευστότητα στην οικονομία, εμφανίζονται να προστατεύουν θέσεις υψηλού ρίσκου στις αγορές.
Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής καθώς η δομή του χρηματοοικονομικού συστήματος έχει αλλάξει και ο μηχανισμός διάδοσης περνά μέσα από αυτήν.
Κύριο χαρακτηριστικό της νέας δομής είναι η έντονη παρουσία σπεκουλαδόρων και άλλων σχημάτων που ακολουθούν την τάση στις αγορές και φυσικά τα παράγωγα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.