Οταν κάποιος αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρίσκο, ζητάει μεγαλύτερη αποζημίωση υπό την μορφή υψηλότερης απόδοσης.
Όταν όμως ο συστημικός κίνδυνος αυξάνεται και οι αγορές δεν ζητάνε μεγαλύτερη αποζημίωση, κάτι δεν πάει καλά.
Αυτό συμβαίνει σήμερα.
Είναι γνωστό ότι το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ και οι κυβερνήσεις της δανείζονται, εκδίδοντας μεγάλες ποσότητες χρεογράφων επί δεκαετίες, χωρίς οι αγορές να ζητάνε υψηλότερο ασφάλιστρο κινδύνου (risk premium).
Το ίδιο συμβαίνει σε κάποιες χώρες της ευρωζώνης, που είδαν το δημόσιο χρέος τους ως προς το ΑΕΠ να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια αλλά τις αποδόσεις των ομολόγων τους και τα spread από τα αντίστοιχα γερμανικά να συμπιέζονται αισθητά.
Είναι κάτι που παραβιάζει τη βασική αρχή που θέλει τον μεγαλύτερο κίνδυνο να συνδέεται με μεγαλύτερες πιθανότητες υψηλότερης απόδοσης και το αντίστροφο.
Όμως, ολοένα και περισσότεροι συμμετέχοντες στις αγορές -και όχι μόνο- το θεωρούν φυσιολογικό.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι αγορές πιστεύουν ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, π.χ. Fed, ΕΚΤ, κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας κ.τ.λ., θα κρατήσουν τα επιτόκια παρέμβασης σε χαμηλά επίπεδα, για να μην προκληθεί νέα κρίση.
Με άλλα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες έχουν μεταβάλει τις αντιλήψεις της αγοράς για τα ρίσκα, αγοράζοντας σωρηδόν τίτλους και διατηρώντας τις αποδόσεις τους σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα επί μεγάλο χρονικό διάστημα (QE).
Εκτιμάται ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν αγοράσει κρατικά χρεόγραφα ονομαστικής αξίας άνω των 15 τρισ. δολαρίων από το 2009 μέχρι σήμερα, αλλάζοντας δραστικά το τοπίο.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι κυβερνήσεις στην ευρωζώνη και την Ιαπωνία έχουν πουλήσει ομόλογα ύψους 10 τρισ. δολαρίων και πλέον με αρνητικές αποδόσεις, δηλαδή κάποιοι τις πληρώνουν για να αγοράσουν τα ομόλογά τους.
Όμως, τα κρατικά ομόλογα χρηματοδοτούν τα κρατικά ελλείμματα.
Αυτό πρακτικά οδηγεί στο συμπέρασμα πως όσο μεγαλύτερο είναι το έλλειμμα και επομένως το συστημικό ρίσκο αφού αυξάνεται το δημόσιο χρέος, τόσο χαμηλότερο είναι το ασφάλιστρο κινδύνου.
Αυτό προφανώς συνιστά στρέβλωση.
Ιδίως, όταν συμβαίνει για παρατεταμένες περιόδους σε χώρες με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος.
Είναι επίσης επικίνδυνο γιατί βασίζεται στην αντίληψη πως ο πληθωρισμός θα παραμείνει υπό έλεγχο παρά την άνοδο των κινητών αξιών λόγω του ράλι στις αγορές, που σιγοντάρουν τα πολύ χαμηλά επιτόκια.
Ασφαλώς δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κάποιος πώς θα καταλήξει αυτό το πράγμα.
Θα ήταν πάντως τραγικό να καταλήξει στην υπονόμευση της εμπιστοσύνης του κοινού προς το τραπεζικό σύστημα μέσω της άπλετης ρευστότητας.
Κάτι που έγινε στη Γαλλία τον 18ο αιώνα, με την κατάρρευση της εταιρείας Mississippi που είχε το μονοπώλιο στο εμπόριο και στον ορυκτό πλούτο, στη πολιτεία της Λουιζιάνα και στις Δυτικές Ινδίες, όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο Σκωτσέζος οικονομολόγος John Law.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.