Πριν από λίγες μέρες, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία σχετικά με την παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες-μέλη του για το 2017.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 29η θέση σε σύνολο 36 κρατών, ενώ η Ιρλανδία, που βγήκε από το μνημόνιο στα τέλη του 2013, καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε παραγωγικότητα εργασίας.
Όμως, πριν προχωρήσουμε, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε εδώ πως η μέτρηση της παραγωγικότητας εργασίας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Κι αυτό γιατί υπεισέρχονται ποιοτικοί παράγοντες όπως η ποιότητα της εργασίας, η αξία του παραγόμενου προϊόντος που μπορεί να είναι αντιστρόφως ανάλογη της ποσότητας και άλλοι.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στους εργαζόμενους γνώσης, π.χ. προγραμματιστές λογισμικού, που μπορεί να εκτελούν είτε εργασίες ρουτίνας είτε μη επαναλαμβανόμενες.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ΟΟΣΑ χρησιμοποιεί το παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ) ανά ώρα εργασίας, για να μετρήσει την παραγωγικότητα εργασίας σε κάθε χώρα.
Τα στοιχεία έχουν ενδιαφέρον γιατί δείχνουν πως οι εργαζόμενοι σε χώρες με συγκριτικά χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας, όπως η Ελλάδα ή το Μεξικό, δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες.
Στην Ιρλανδία, με τη μέση παραγωγικότητα εργασίας των 99,5 δολαρίων το 2017, οι ώρες εργασίας ήταν 1.738 ώρες ετησίως κατά μέσο όρο.
Στη Νορβηγία των 83,1 δολαρίων ήταν 1.419 ώρες συνολικά, στη Γερμανία των 72,2 δολαρίων ήταν 1.356 ώρες και στις ΗΠΑ της παραγωγικότητας εργασίας των 72 δολαρίων ήταν 1.780 ώρες ετησίως κατά μέσο όρο.
Στην Ελλάδα των 43,8 δολαρίων, οι συνολικές ετήσιες ώρες εργασίας υπολογίζονται σε 1.906.
Κάποιος που έχει ευρύτερο, διεθνή ορίζοντα, μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ανωτέρω στοιχεία για να ισχυρισθεί πως η μείωση των ημερών εργασίας σε τέσσερις από πέντε την εβδομάδα μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, χωρίς να επηρεάσει το παραγόμενο προϊόν.
Αν όμως το ενδιαφέρον του εστιάζεται στις επιδόσεις της Ελλάδας, τα νούμερα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά.
Πολύ περισσότερο, αν ρίξει μια ματιά στην ετήσια μεταβολή του παραγόμενου προϊόντος (ΑΕΠ) ανά ώρα εργασίας σε σταθερές τιμές που παραθέτει ο ΟΟΣΑ.
Από το 2008 μέχρι και το 2017, οι ετήσιες μεταβολές του δείκτη παραγωγικότητας εργασίας ήταν όλες αρνητικές, με εξαίρεση το 2010 που ήταν αμετάβλητη και το 2014 που ήταν θετική.
Με δεδομένο ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης μιας οικονομίας είναι άμεσα συνδεδεμένος με την παραγωγικότητα εργασίας, η ανωτέρω εξέλιξη είναι ανησυχητική.
Κι αυτό γιατί δεν διαφαίνεται κάποια σημαντική μεταβολή προς το καλύτερο των τριών κύριων παραγόντων που επηρεάζουν την παραγωγικότητα εργασίας.
Κοινώς, το ανθρώπινο δυναμικό, το φυσικό κεφάλαιο, π.χ. επενδύσεις σε μηχανήματα κ.τ.λ. και τις τεχνολογικές αλλαγές.
Για να αλλάξει η κατάσταση προς το καλύτερο, απαιτείται συνεχής προσπάθεια επί μακρόν τόσο σε επίπεδο επιχείρησης όσο και σε κεντρικό επίπεδο.
Εξαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν, όμως ο κανόνας δεν καθησυχάζει.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.