Τoν Απρίλιο του 2014, πολλοί ξένοι επενδυτές υπέβαλαν προσφορές για το πρώτο ομόλογο που εξέδιδε η Ελληνική Δημοκρατία, μετά την υπαγωγή της στο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής το 2010 και τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση κρατικού χρέους στην ιστορία (PSI) το 2012.
Το δημόσιο ήθελε να αντλήσει 3 δισ. ευρώ αλλά οι συνολικές προσφορές πλησίασαν τα 20 δισ. ευρώ για το 5ετές ομόλογο, του οποίου η απόδοση διαμορφώθηκε στο 4,95%.
Οι επενδυτές εκτιμούσαν ότι η απόδοση ήταν αρκετά ικανοποιητική για το ρίσκο που αναλάμβαναν.
Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να αντιληφθούν ότι είχαν κάνει λάθος, υποτιμώντας το πολιτικό ρίσκο.
Η χώρα πήγε σε εκλογές τον Ιανουάριο του 2015 και άλλαξε κυβέρνηση, για να ακολουθήσουν τα γνωστά γεγονότα.
Στο διάστημα που ακολούθησε από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι την έξοδο της Ελλάδας από το 3ο οικονομικό πρόγραμμα τον περασμένο Αύγουστο, το πολιτικό ρίσκο δεν ήταν πολύ ψηλά στη λίστα των περισσότερων ξένων οίκων και funds με τους δυνητικούς κινδύνους.
Σημαντικό ρόλο είχε παίξει η εντύπωση πως η Ελλάδα θα έπρεπε να επιτυγχάνει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς και άλλους στόχους ετησίως και θα ήταν υπό στενή εποπτεία ακόμη και μετά την έξοδό της από το 3ο πρόγραμμα.
Ακόμη κι αν η χώρα πήγαινε σε πρόωρες εκλογές το 2019, η επικρατούσα άποψη θεωρούσε πιο πιθανό να ήταν πρώτο κόμμα η Νέα Δημοκρατία, που θεωρείται πιο φιλική προς το επιχειρείν σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επιπλέον, οι ίδιοι εκτιμούσαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι τόσο ριζοσπαστικός όσο την τελευταία φορά που ήταν στην αντιπολίτευση.
Επομένως, η διακυβέρνηση της χώρας από τη νέα κυβέρνηση θα ήταν πιο εύκολη υπόθεση σε σχέση με την περίοδο 2010-2014.
Από την άλλη πλευρά, δεν έδιναν τόση σημασία στο ενδεχόμενο να οδηγείτο εκ νέου η Ελλάδα σε εκλογές με απλή αναλογική, σε περίπτωση που δεν βρίσκονταν οι 180 βουλευτές για να εκλέξουν νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας την Ανοιξη του 2020.
Η παραίτηση του κ. Κοτζιά από υπουργός Εξωτερικών πληγώνει αναμφισβήτητα την εικόνα της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το πολιτικό ρίσκο στα μάτια όσων κατέχουν ή σκέφτονται να αγοράσουν ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, π.χ. ομόλογα, μετοχές, ακίνητα, επιχειρήσεις κ.τ.λ.
Δεν είναι το καλύτερο για την ελληνική οικονομία, που χρειάζεται ξένες επενδύσεις, άμεσες και χαρτοφυλακίου, για να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Και επιπλέον έχει να αντιμετωπίσει τις παρενέργειες από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, την κόντρα της Ιταλίας με την Κομισιόν, τη ρευστή κατάσταση στις αναδυόμενες αγορές και πιθανόν το Brexit αργότερα.
Η αβεβαιότητα δεν αρέσει στις αγορές.
Η μεγαλύτερη δόση ελληνικού πολιτικού ρίσκου την αυξάνει την αβεβαιότητα, ψαλιδίζοντας τον ρυθμό ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.