Τη δεκαετία του 1990, οι τράπεζες, τα στελέχη και οι μέτοχοί τους επωφελήθηκαν από το χρηματιστηριακό μπουμ και την ονομαστική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τα κριτήρια του Μάαστριχτ, αυξάνοντας τα κέρδη τους.
Την προηγούμενη δεκαετία, οι τράπεζες επωφελήθηκαν από τη στροφή στη λιανική τραπεζική που ήταν υπανάπτυκτη στην Ελλάδα και την επέκτασή τους στα Βαλκάνια.
Το στόρι που «πουλούσαν» στους ξένους και Ελληνες επενδυτές είχε όνομα. Ηταν το αναπτυξιακό στόρι (growth story).
Από τότε που ξέσπασε η μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της χώρας, από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι τράπεζες προσπαθούν να βρουν ένα νέο επενδυτικό στόρι, χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής.
Σε κάποια φάση, μερικοί πίστεψαν πως θα μπορούσαν να μετατρέψουν το αδύνατο σημείο τους, δηλαδή το βουνό των προβληματικών δανείων, σε ισχυρό.
Κοινώς, να «πουλήσουν» το στόρι της δραστικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μια οικονομία που ανέκαμπτε και έμπαινε σε τροχιά ανάπτυξης με τράπεζες καλά κεφαλαιοποιημένες και με μειωμένα λειτουργικά κόστη.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, το στόρι δεν έπεισε. Ισως γιατί οι γενικότερες συνθήκες δεν το ευνόησαν.
Η κεφαλαιοποίηση της Αlpha Βank ήταν χθες 1,9 δισ. ευρώ, της Eurobank 1,4 δισ. ευρώ, της Εθνικής 1,6 δισ. και της Τράπεζας Πειραιώς 825 εκατ. ευρώ.
Ρίχνοντας μια ματιά στην πορεία των μετοχών τους το τελευταίο τρίμηνο και μήνα, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι διάγουν σχεδόν βίους παράλληλους.
Η μετοχή της Αlpha Βank υποχωρεί 34,3% το τελευταίο τρίμηνο, της Εθνικής 34,5%, της Τράπεζας Πειραιώς 33% περίπου και της Eurobank 25%.
Αν επικεντρωθούμε στην απόδοση των μετοχών τους τον τελευταίο μήνα, που συμπίπτει με τα αποτελέσματα του 2ου τριμήνου, οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι η Eurobank καταγράφει τις μικρότερες απώλειες και η Εθνική τις μεγαλύτερες.
Σε γενικές γραμμές, οι πιέσεις στις μετοχές δείχνουν να έχουν κοινό παρονομαστή.
Τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) και την Ελλάδα που είναι η κύρια αγορά για τις υπηρεσίες και τα προϊόντα που προσφέρουν.
Αν μπορούσε να δώσει κανείς τη συνολική εικόνα με λίγες φράσεις, αυτή θα ήταν η ακόλουθη.
Σύμφωνα με την Goldman Sachs, τα συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των 4 συστημικών τραπεζών στην Ελλάδα ήταν 87.5 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου και οι απόλυτες προβλέψεις στα 45.8 δισ. ευρώ.
Κοινώς, τα ακάλυπτα NPEs βρίσκονταν κοντά στα 41 δισ. ευρώ στο τέλος του 2ου τριμήνου.
Όμως, το συνολικό «καθαρό κεφάλαιο» (CET1 fully loaded) χωρίς DTA/DTC και Cocos των τραπεζών ήταν κάτω από 10 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Bank of America ML.
Ασφαλώς, οι τράπεζες έχουν περιθώρια να «σηκώσουν» κεφάλαια από την αγορά, εκδίδοντας ομόλογα Tier II μειωμένης εξασφάλισης.
Όμως, οι συνθήκες δεν είναι καθόλου ευνοϊκές, κρίνοντας από το ομόλογο που εξέδωσε η Eurobank τον περασμένο Ιανουάριο. Το τελευταίο φέρει κουπόνι 6,41% αλλά η απόδοσή του βρίσκεται κοντά στο 11%.
Κοινώς, είναι πολύ ακριβά ακόμη κι αν υπήρχαν επενδυτές να τα αγοράσουν σε σημαντικές ποσότητες.
Όμως, είναι σίγουρο ότι ο επόπτης (SSM) θα πιέσει για ταχύτερη μείωση του όγκου των προβληματικών δανείων μέχρι και το 2021.
Κι αυτό ίσως δοκιμάσει τις αντοχές των τραπεζών, εντείνοντας την πίεση για κεφαλαιακή ενίσχυσή τους.
Οι πιέσεις στις τραπεζικές μετοχές αυτό τουλάχιστον φαίνεται να προεξοφλούν.
Είναι λοιπόν σημαντικό για τις τράπεζες να βρουν ένα νέο, πειστικό στόρι για να «πουλήσουν» στους εν δυνάμει επενδυτές στο μέλλον.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να βοηθήσουμε με κάποια ιδέα σ’ αυτή τη συγκυρία.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.