Η στήλη είχε την ευκαιρία να αναπτύξει την άποψη ότι οι εμπορικοί πόλεμοι δεν έχουν νικητές και ηττημένους, παραπέμποντας σε παραδείγματα του μακρινού παρελθόντος, π.χ. 1929.
Όμως, είναι αλήθεια πως κάποιες χώρες χάνουν περισσότερο από άλλες.
Αν οι μετοχές ήταν ο σωστός μπούσουλας για να καταγράψει κανείς κερδισμένους και χαμένους στον εν εξελίξει εμπορικό πόλεμο της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο, οι ΗΠΑ θα κέρδιζαν.
Ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P 500 τα έχει πάει πολύ καλύτερα σε σχέση με τις κινεζικές μετοχές, που είναι σε καθοδική αγορά.
Αν όμως ο μπούσουλας ήταν το εμπορικό έλλειμμα μεταξύ των δύο χωρών, η Κίνα θα κέρδιζε άνετα καθώς το έλλειμμα αυξάνεται.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει συνδέσει τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ με την Κίνα με το «δίκαιο» εμπόριο (fair trade).
Επομένως, η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος αυξάνει τις πιθανότητες να επιβάλλει δασμούς σε περισσότερα κινέζικα προϊόντα όσο το Πεκίνο δεν συναινεί σε μια συμφωνία που η Ουάσινγκτον θεωρεί δίκαιη.
Οι νέοι δασμοί μπορεί να αφορούν κινεζικές εισαγωγές ύψους 267 δισ. ευρώ μετά τους δασμούς 10% που επέβαλε σε κινεζικά προϊόντα ύψους 200 δισ. δολαρίων, σηματοδοτώντας κλιμάκωση της έντασης.
Προφανώς, ούτε οι μετοχές, ούτε το εμπορικό έλλειμμα είναι ο σωστός τρόπος για να δει κανείς ποιος κερδίζει και ποιος χάνει σ’ αυτό τον πόλεμο.
Αν όμως ο πρόεδρος Τραμπ τραβήξει περισσότερο το σχοινί με τα κινεζικά εισαγόμενα ύψους 267 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ, είναι πολύ πιθανό ο πληθωρισμός να ανέβει περισσότερο.
Σ’ αυτή την περίπτωση, η Fed είναι πιθανό και λογικό να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια του δολαρίου, για να ελέγξει την αναμενόμενη άνοδο του πληθωρισμού.
Η άνοδος των επιτοκίων είναι πιθανό να οδηγήσει σε ανατίμηση του δολαρίου, προκαλώντας τριγμούς στις αναδυόμενες αγορές και ίσως μια αντεστραμμένη καμπύλη επιτοκίων στις ΗΠΑ, υπονομεύοντας τις αμερικανικές μετοχές.
Η αλληλουχία των ανωτέρω γεγονότων δείχνει πως δεν υπάρχουν νικητές.
Όμως, δεν συμφωνούν όλοι μ’ αυτή την εκτίμηση.
Υπάρχει μια μειοψηφία που βλέπει τα πράγματα κάπως διαφορετικά.
Πιο αισιόδοξα για τις ΗΠΑ και πιο απαισιόδοξα για την Κίνα.
Οι τελευταίοι επισημαίνουν ότι δασμοί της τάξης του 10% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων μεταφράζεται σε επιβάρυνση της αμερικανικής οικονομίας κατά 20 δισ. ευρώ.
Ακόμη κι αν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς στο σύνολο των κινεζικών εισαγωγών, η επίπτωση στην οικονομία των ΗΠΑ ύψους 20 τρισ. δολαρίων θα είναι πολύ μικρή έως ανεπαίσθητη, επισημαίνουν.
Οι ίδιοι παρατηρούν ότι ο πλούτος των αμερικανικών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 100 τρισ. δολάρια και άνω, μόνο το 2ο τρίμηνο του 2018.
Ο μεγάλος χαμένος είναι η Κίνα, προσθέτουν, καθώς θα χάσει μερίδιο αγοράς σε παγκόσμια κλίμακα προς όφελος άλλων χωρών.
Χωρίς κάποια εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο ρισκάρει μια δραματική επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης, που θα μπορούσε να προκαλέσει εσωτερικά προβλήματα στη χώρα.
Οπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η Κίνα διεξάγει δύο πολέμους.
Έναν εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και έναν εσωτερικό για να μεταρρυθμίσει την οικονομία της.
Προφανώς, οι εμπορικές αψιμαχίες καθιστούν δυσκολότερη την επίτευξη του δεύτερου στόχου.
Αν οι αισιόδοξοι έχουν δίκιο, η Κίνα θα σταθμίσει τους κινδύνους και θα έλθει σε συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Λέτε να έχουν δίκιο;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.