Η έξοδος της Κύπρου στις αγορές με την έκδοση του 10ετούς ομολόγου αναζωπύρωσε τη συζήτηση γύρω από το θέμα της εξόδου της χώρας στις αγορές.
Όπως τόσα άλλα θέματα, έτσι κι αυτό έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στον δρόμο για τις επόμενες εκλογές.
Είναι σαφές ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα για να αποδυναμώσει το κυβερνητικό αφήγημα της εξόδου από τα μνημόνια.
Με δεδομένο τον ελληνικό τρόπο πολιτικής σκέψης, δεν θα μας εξέπληττε αν υπήρχαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι που επιθυμούν/ζητούν την έκδοση ενός ομολόγου για να αντικρούσουν την επιχειρηματολογία της Ν.Δ.
Αν αφήσουμε στην άκρη τους πολιτικούς διαξιφισμούς, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν δύο απόψεις για το θέμα.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, η αποχή της Ελλάδας από κάποια νέα έκδοση ομολόγων αποδεικνύει ότι η χώρα έχει χάσει την πρόσβαση στις αγορές.
Μια φυσιολογική χώρα θα προχωρούσε σε κανονικές εκδόσεις, για να «φτιάξει» την καμπύλη των αποδόσεων και να δώσει το στίγμα ότι μπορεί να αντλήσει κεφάλαια χωρίς πατερίτσες.
Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές, εκδίδοντας ένα ομόλογο που λήγει σε 5 με 10 χρόνια για ποσά της τάξης των 1,5-2 δισ. ευρώ και επιτόκιο που είναι κοντά στα σημερινά επίπεδα της αγοράς.
Το 10ετές ομόλογο θα μπορούσε να έχει απόδοση της τάξης του 4,25%-4,50% με τα σημερινά δεδομένα και το 5ετές ομόλογο έως 3,5% το πολύ, εκτιμούν.
Όμως, οι θιασώτες της άποψης υποστηρίζουν ότι δεν θα πρέπει να το κάνει τώρα, μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι μπορεί να βγει στις αγορές, από τη στιγμή που δεν χρειάζεται τα λεφτά και μπορεί να προκύψουν καλύτερες συνθήκες αργότερα.
Προφανώς, οι οπαδοί της δεύτερης άποψης ποντάρουν σε καλά νέα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, π.χ. Moody’s και την καναδική DBRS τις επόμενες εβδομάδες.
Πιθανόν, στην αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδας στην κατηγορία «ΒΒ» από έναν ακόμη οίκο μετά την Fitch Ratings το καλοκαίρι.
Οσον αφορά το μαξιλάρι ρευστότητας, αυτό ξεπερνάει πλέον τα 30 δισ. ευρώ, αν κανείς συνυπολογίσει όλα τα επιμέρους κομμάτια.
Από αυτά, κάπου 16 δισ. ευρώ περίπου βρίσκονται παρκαρισμένα στον λογαριασμό αποθέματος (buffer account), περίπου 5 δισ. ευρώ στον ειδικό λογαριασμό για την αποπληρωμή του χρέους και στα 12 δισ. ευρώ περίπου του Δημοσίου, που είναι κατατεθειμένα στις εμπορικές τράπεζες και στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Όλα αυτά είναι σωστά.
Όμως, το ερώτημα παραμένει. Είναι η χώρα αποκλεισμένη από τις αγορές ή όχι;
Ασφαλώς, η αυτοψία θα έδειχνε ποια από τις δύο απόψεις είναι σωστή.
Η δική μας άποψη ήταν και είναι πως η Ελλάδα θα πρέπει να γίνει κανονικός εκδότης, ακόμη κι αν δεν χρειάζεται τα λεφτά, λόγω του μεγάλου μαξιλαριού ρευστότητας.
Αλλωστε, τo τελευταίο δεν δημιουργήθηκε για να φαγωθεί αλλά για να διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με καλύτερους όρους και να χρησιμοποιηθεί σε περίοδο έκτακτης ανάγκης.
Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να εκδώσει ομόλογο σώνει και καλά το επόμενο διάστημα, αν οι αρχές εκτιμούν βάσιμα πως θα υπάρξουν καλά νέα από κάποιους οίκους αξιολόγησης, την εκτέλεση του προϋπολογισμού κ.τ.λ., που οι αγορές δεν έχουν προεξοφλήσει.
Όμως, η χώρα θα πρέπει να το κάνει σε κάποιο σημείο μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου-Νοέμβριο και επιπλέον να ανακοινώσει το πρόγραμμα εκδόσεων ομολόγων του 2019.
Προηγουμένως, η Αθήνα θα πρέπει να προχωρήσει στην επαναγορά του μέρους του δανείου του ΔΝΤ που φέρει το υψηλότερο επιτόκιο, όπως εμμέσως έχει εγκρίνει το Eurogroup.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.