Ενα από τα ερωτήματα που έθεταν μερικοί ειδήμονες τα χρόνια των μνημονίων ήταν το εξής: Πώς είναι δυνατόν να παρθούν τα σωστά μέτρα και να σχεδιασθούν οι ορθές μεταρρυθμίσεις, όταν βασίζονται σε λανθασμένες προβλέψεις για την πιθανή επίπτωση που θα έχουν στην ελληνική οικονομία;
Αυτοί που έθεταν το ανωτέρω ερώτημα δεν ήταν τυχαία άτομα. Είχαν διαπραγματευθεί κατά καιρούς με τους εκπροσώπους των θεσμών και γνώριζαν από πρώτο χέρι πρόσωπα και αριθμούς.
Οι άνθρωποι αναφέρονταν στις μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των προβλέψεων της Κομισιόν και του ΔΝΤ και των τελικών αποτελεσμάτων για βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, π.χ. ρυθμό ανάπτυξης, δημοσιονομικό ισοζύγιο, ανεργία.
Κι όμως, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν αναγνώρισαν ποτέ δημοσίως αυτές τις αστοχίες στις προβλέψεις τους.
Κατά την τοποθέτησή του στη ΔΕΘ, ο πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης επέκρινε τους θεσμούς για την εμμονή τους και την ανοχή τους σε μέτρα πολιτικής που οδήγησαν σε υπερπλεονάσματα, ψαλιδίζοντας ταυτόχρονα τον ρυθμό ανάπτυξης.
Θεωρούμε ότι έχει δίκιο σ’ αυτό το θέμα που είχε θίξει η στήλη πριν από λίγο καιρό, κάνοντας την ίδια περίπου παρατήρηση.
Όμως, θα διαφωνήσουμε σε κάτι άλλο με τον πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πιστεύουμε ότι δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς από τους Ευρωπαίους-εταίρους δανειστές να συναινέσουν σε μείωση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα κατευθύνονται στην αποπληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους.
Οι στόχοι που τέθηκαν για τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν είναι αυθαίρετοι. Αντίθετα, έχουν λάβει υπόψη τις εκτιμήσεις για τις πληρωμές τόκων.
Ως γνωστόν, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι μια από τις κύριες παραμέτρους στην άσκηση για τη βιωσιμότητα του χρέους (DSA).
Aν χαμηλώσει ο πήχης για τα πλεονάσματα, θα αλλάξει όλο το DSA.
Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις της Κομισιόν, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ, για τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα (2032) βασίζονται στην επίτευξη των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που δόθηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο έλαβαν υπόψη τις ετήσιες χρηματοδοτικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ, μεταξύ άλλων.
Θα ήταν λοιπόν μεγάλη έκπληξη να αποδέχονταν οι δανειστές χαμηλότερους στόχους για τα πλεονάσματα μέχρι το 2022, ακόμη κι αν η επόμενη κυβέρνηση ήταν 100% υπέρ των μεταρρυθμίσεων.
Υπέρ της ίδιας άποψης συνηγορεί ένας ακόμη λόγος.
Οι πιστωτές θα ήθελαν να έχουν σαφές δείγμα γραφής και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε ένα χρόνο.
Αν λοιπόν εκλεγεί μια νέα κυβέρνηση σε κάποιο σημείο το 2019, θα περίμεναν τουλάχιστον ως το 2021 για να είναι σίγουροι.
Αυτό σημαίνει ότι θα απέμενε ένας χρόνος για να κλείσει ο κύκλος των χρόνων με τα υψηλά πλεονάσματα του 3,5% και επομένως δεν θα άξιζε να μπουν στον κόπο.
Η ιστορία των μνημονιακών χρόνων δείχνει ότι οι δανειστές είναι αυστηροί στο θέμα της αποπληρωμής των δανείων που έδωσαν στην Ελλάδα.
Διευκολύνουν με μεγάλες επεκτάσεις λήξεων, αναβολές πληρωμής τόκων κ.τ.λ., αλλά ως εκεί.
Θα πρέπει να βρεθεί η Ελλάδα σε νέα μεγάλη κρίση για να ενδώσουν και εν πάση περιπτώσει, το Eurogroup δεσμεύθηκε να δει ξανά το θέμα του χρέους το 2032.
Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε ρεαλιστές αναφορικά με τις προσδοκίες που έχουμε από το μέτωπο της αναθεώρησης των υψηλών πλεονασμάτων προς τα κάτω.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.