Ισως γινόμαστε κουραστικοί, όμως αξίζει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα ευθύς εξαρχής, προς αποφυγή παρερμηνειών και παρεξηγήσεων.
Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της χώρας, που οδήγησε ουσιαστικά στη χρεοκοπία της, είναι ευθύνη της Ελλάδας και των άφρονων οκονομικών πολιτικών που εφάρμοσαν διαδοχικές κυβερνήσεις, κατά την ταπεινή μας άποψη.
Όμως, ακόμη πιο άφρονες οικονομικές πολιτικές υποστήριζαν τα εκάστοτε κόμματα της αντιπολίτευσης την ίδια περίοδο.
Επομένως, δεν είναι λογικό να εγκαλούν τα τελευταία τα κόμματα εξουσίας για τις πολιτικές που εφάρμοσαν, παρότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης.
Ολες οι κυβερνήσεις ήταν δημοκρατικά εκλεγμένες και μάλιστα κατ’ επανάληψη, με τους ίδιους και τους ίδιους πολιτικούς να επανεκλέγονται συχνά και να παίρνουν υπουργικούς θώκους.
Επομένως, ο λαός που τους εξέλεξε με δημοκρατικές διαδικασίες δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας που μπήκαν σε προγράμματα προσαρμογής, το πρόβλημα της Ελλάδας είχε αρχικά τη ρίζα του στα μεγάλα διαχρονικά ελλείμματα, στο υψηλό δημόσιο χρέος και στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας -και όχι τόσο στο τραπεζικό σύστημα.
Η ελληνική κρίση έφερε στην επιφάνεια τις αδυναμίες στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, αλλά δεν είναι αυτές που οδήγησαν το ελληνικό καράβι στα βράχια.
Όμως, από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε σε μνημόνιο, ευθύνες για την κατρακύλα της ελληνικής οικονομίας φέρουν επίσης οι δανειστές.
Οι τελευταίοι επέμεναν στην εφαρμογή πολιτικών υπερβολικής δημοσιονομικής λιτότητας για να πάρουν τα λεφτά τους πίσω αντί να πιέσουν για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παρά την αντίσταση από κυβερνητικά στελέχη και άλλους που έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται.
Γιατί τα αναφέραμε όλα αυτά με τα οποία μερικοί ίσως διαφωνήσουν;
Πολύ απλά, γιατί πίσω από τα υπερπλεονάσματα κρύβεται η επιθυμία των δανειστών να παίξουν εκ του ασφαλούς.
Κοινώς, να διασφαλίσουν την επίτευξη του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ και μετά να μπορεί η όποια κυβέρνηση να διανείμει το υπερβάλλον ποσό κατά το δοκούν, δηλαδή σε πολυπληθείς ομάδες που μεγιστοποιούν το πολιτικό όφελος.
Όμως, η ανωτέρω πολιτική έχει δύο αρνητικές επιπτώσεις.
Πρώτον, δεν ευνοεί τον ρυθμό ανάπτυξης, ιδίως όταν το βασικό μέσο πολιτικής είναι η επιβολή νέων φόρων και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών, με ταυτόχρονο πάγωμα των δημόσιων επενδύσεων.
Δεύτερον, συμβάλλει στη διαιώνιση του πελατειακού συστήματος και στην εξάρτηση.
Αντίθετα, τα μέτρα οικονομικής πολιτικής θα ήταν πιο ήπια και πιο «ζυγισμένα», ευνοώντας την ανάπτυξη, αν «ρίσκαραν» να πιάσουν τον δημοσιονομικό στόχο.
Όμως, οι δανειστές, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ που ήταν υπέρμαχος των χαμηλών πλεονασμάτων, δεν δέχθηκαν να «ρισκάρουν».
Γι’ αυτό ο τίτλος αναφέρεται στο ασφαλές στοίχημα των δανειστών.
Dr. Money
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.