Η τουρκική οικονομία, η 17η μεγαλύτερη στον κόσμο, αναπτύχθηκε με ρυθμό 7,4% το 1ο τρίμηνο της χρονιάς, εκπλήσσοντας την αγορά.
Όμως, η ανάπτυξη τροφοδοτήθηκε από δανεικά, μεγάλο μέρος των οποίων προήλθε από ξένους.
Ο κρατικός προϋπολογισμός καταγράφει αυξανόμενο έλλειμμα τα τελευταία χρόνια καθώς η χώρα δαπανά ολοένα και περισσότερα λεφτά για στρατιωτικές δαπάνες προκειμένου να συντηρήσει τις εκστρατείες στη Συρία κι αλλού και να αναπτύξει την εγχώρια πολεμική βιομηχανία.
Η κυβέρνηση δαπανά επίσης σημαντικά ποσά στις υποδομές και στην παροχή κρατικών εγγυήσεων στον ιδιωτικό τομέα για να ενθαρρύνει την πιστωτική ανάπτυξη και τις επενδύσεις.
Όμως, οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν φτάνουν. Ως εκ τούτου, η χώρα βασίζεται ολοένα και περισσότερο στον δανεισμό σε ξένο νόμισμα-έστω υπο περιορισμούς από την στιγμή που νοικοκυριά δεν επιτρέπεται να λάβουν καταναλωτικά δάνεια σε ξένο συνάλλαγμα- για να υπάρχει πιστωτική επέκταση και να στηρίζεται η οικονομία.
Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ως προς το ΑΕΠ αυξάνεται ραγδαία, ξεπερνώντας το 50% πέρυσι.
Αυτό το χρέος είναι πιο δύσκολο να εξυπηρετηθεί όταν η τουρκική λίρα υποτιμάται συνεχώς και πολύ έναντι του δολαρίου και του ευρώ, δηλαδή τα δυο κύρια νομίσματα εξωτερικού δανεισμού.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα. Η λίρα έχει χάσει το 28% περίπου της αξίας της έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2018 και 8% περίπου από τότε που η ΗΠΑ «σήκωσαν» ψηλά το θέμα της απελευθέρωσης του αμερικανού πάστορα.
Οι δύο χώρες έχουν ανοικτά ζητήματα.
Ένα από αυτά είναι το θέμα των Κούρδων της Βόρειας Συρίας που οι μεν αμερικανοί θεωρούν αξιόπιστους συμμάχους στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, οι δε Τούρκοι τρομοκράτες.
Ένα άλλο θέμα και πιο σημαντικό είναι οι κυρώσεις που προωθεί η κυβέρνηση Τράμπ εναντίον του Ιράν. Χωρίς την συμμετοχή άλλων χωρών, οι κυρώσεις δεν θα είναι αποτελεσματικές και γι’ αυτό οι ΗΠΑ προσπαθούν να εξασφαλίσουν την συμμετοχή άλλων όπως η Τουρκία.
Όμως, η τελευταία εμφανίζεται απρόθυμη να ακολουθήσει παρότι το Ιράν είναι ο περιφερειακός ανταγωνιστής της. Ισως γιατί συνεργάζονται στο κουρδικό και το Ιράν έχει αποδεχτεί την δημιουργία ουδέτερης ζώνης στη Βόρεια Συρία από την Τουρκία.
Για τον πρόεδρο Ερντογάν και την κυβέρνησή του, οι επιλογές δεν είναι ευχάριστες. Για να μειωθεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το εξωτερικό ισοζύγιο θα πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες είτε πρόκειται για τις στρατιωτικές, είτε για τις κοινωνικές.
Για να σταματήσει η ταχεία διολίσθηση της λίρας θα πρέπει η κεντρική τράπεζα να αυξήσει εκ νέου, πιθανόν αρκετά, τα παρεμβατικά της επιτόκια.
Τα υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων ίσως προσελκύσουν εγχώριες αποταμιεύσεις, μειώνοντας την εξάρτηση από τα ξένα κεφάλαια. Όμως, η αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων ίσως οδηγήσει σε χρεοκοπίες των πιο αδύνατων, πλήττοντας την οικονομία.
Προεκλογικά, ο Ερντογάν είχε ταχθεί εναντίον της αύξησης των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα της χώρας, τονίζοντας ότι τα χαμηλά επιτόκια καταπολεμούν τον πληθωρισμό.
Όμως, αναγκάσθηκε να την αποδεχθεί, βλέποντας την λίρα να διολισθαίνει προεκλογικά με το βασικό επιτόκιο να αυξάνεται κατά 5 μονάδες στο 17,75% από τον Απρίλιο.
Χρύσωσε το χάπι με κάπου 6 δισ. δολάρια που διανεμήθηκαν σε πάνω από 10 εκ. συνταξιούχους την εβδομάδα των εκλογών τον περασμένο Ιούνιο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έδειξαν στον Ερντογάν ότι μπορεί να έχει φιλοδοξίες να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή δύναμη αλλά δεν θα πρέπει να έχει αυταπάτες πως μπορεί να πάει κόντρα στη μοναδική υπερδύναμη χωρίς συνέπειες.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία είναι η 17η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο κι αν κλατάρει οι συνέπειες θα είναι σημαντικές για τους δανειστές της και το σύστημα ασφαλείας στην περιοχή.
Οι επιλογές των εμπλεκόμενων παικτών και κυρίως της Τουρκίας είναι λίγες και δεδομένες. Αργά ή γρήγορα θα τις μάθουμε.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.