Υπάρχει ένα «κοινό μυστικό».
Η Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια διαδρομή όσον αφορά τη σύνθεση των ξένων ενδιαφερομένων για τα ομόλογά της από τότε που εξήλθε από το καθεστώς επιλεγμένης χρεοκοπίας, όπως το χαρακτήριζαν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης.
Στην αρχή ήταν οι γύπες (vulture funds) και μετά μπήκαν πιο δυναμικά στον χορό hedge funds και τέλος, λίγα real money accounts.
Συνολικά, οι ξένοι «λογαριασμοί» που αγοράζουν ελληνικά ομόλογα πάσης φύσης τα τελευταία χρόνια είναι περιορισμένοι και είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι.
Αυτό περιορίζει τη δυνητική ζήτηση για τις νέες εκδόσεις του ελληνικού δημοσίου.
Γι’ αυτό στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να διευρύνει τον αριθμό τους.
Όμως, κύριος στόχος είναι να ανέβει κλίμακες στην πιστοληπτική αξιολόγηση της S&P, της Moody’s, της Fitch και της καναδέζικης DBRS, για να απευθυνθεί στη μεγάλη μάζα των επενδυτικών funds που επενδύουν στις ανεπτυγμένες αγορές.
Τα τελευταία θεσμικά χαρτοφυλάκια δεν μπορούν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα όσο παραμένουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου.
Υπό αυτή την έννοια, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας έχουν σημασία όπως άλλωστε τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφάσισαν οι Ευρωπαίοι πιστωτές.
Όμως, όλοι κατανοούν ότι η διαδικασία αναβάθμισης στις επενδυτικές βαθμίδες θα πάρει χρόνο.
Γι’ αυτό τον λόγο έχει σημασία να είναι ικανοποιημένοι πρώτα εκείνοι που απαρτίζουν το πρώτο γκρουπ ενδιαφερόμενων αγοραστών, σε πρώτη φάση.
Η υποχώρηση της απόδοσης του 7ετούς ομολόγου που εκδόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο 3,3% από 3,5% σημαίνει ότι όσοι το είχαν αγοράσει τότε και το διακράτησαν, κερδίζουν.
Μπορούν λοιπόν να πάνε στις επενδυτικές επιτροπές τους και να ζητήσουν να αγοράσουν τα νέα ομόλογα που ίσως εκδώσει η Ελλάδα. Δεν θα το έκαναν σε διαφορετική περίπτωση, για προφανείς λόγους.
Ικανοποιώντας αυτούς, η ελληνική πλευρά αναθερμαίνει ουσιαστικά ένα μέρος της υφιστάμενης δυνητικής ζήτησης.
Ταυτόχρονα, ενεργοποιεί πιθανόν έναν ενάρετο κύκλο, γιατί το ένα φέρνει το άλλο, γιατί όλοι σχεδόν μιλάνε με όλους, συμπεριλαμβανομένων των θεσμών, οίκων αξιολόγησης κ.τ.λ.
Υποψιαζόμαστε, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος στην οθόνη, ότι το οδοιπορικό παρουσιάσεων στις ΗΠΑ έχει θετική συνεισφορά σ’ αυτό.
Ταυτόχρονα δείχνει ότι οι αγορές είναι αναποτελεσματικές μερικές φορές, γιατί χρειάζονται χρόνο να επεξεργασθούν τα νέα δεδομένα στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, που δημιουργεί η απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Την τελευταία φορά που ρίξαμε μια ματιά, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου βρισκόταν κοντά στο 3,84%, του 5ετούς ομολόγου στο 2,83% και του 7ετούς κοντά στο 3,3%.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το spread, γιατί δείχνει την αντίληψη της αγοράς για το πιστωτικό ρίσκο της χώρας.
Η διαφορά (spread) της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου από το αντίστοιχο γερμανικό ήταν στις 352-353 μονάδες βάσης έναντι 400 περίπου στις 21 Ιουνίου που το Eurogroup ανακοίνωσε τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Υπενθυμίζεται ότι μια εκατοστιαία μονάδα ισούται με 100 μονάδες βάσης.
Ακόμη κι έτσι, το spread απέχει ακόμη από τις 328 μονάδες στις οποίες βρέθηκε στο τέλος του περασμένου Απριλίου και τις 322 μονάδες στις αρχές της χρονιάς.
Με ιστορικούς όρους, το spread βρίσκεται στα επίπεδα του Απριλίου του 2010, δηλαδή τον μήνα πριν από την είσοδο στα μνημόνια.
Κι αυτό παρά το πολύ καλύτερο προφίλ του δημόσιου χρέους και τη δραματικά καλύτερη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας λόγω των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Υπάρχει λοιπόν ακόμη πολύς δρόμος που θα πρέπει να διανύσει η χώρα για να μειωθεί το spread και συνεχή προσπάθεια για να πείσει τους παλαιούς και εν δυνάμει νέους αγοραστές.
Πολύ περισσότερο όταν οι αποδόσεις των ομολόγων των άλλων χωρών της Ευρωζώνης αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.