Για πολλές δεκαετίες, η ελληνική οικονομία ήταν μία από τις λίγες εξαιρέσεις στον κανόνα που υπαγορεύει ότι η υψηλή ανάπτυξη συναρτάται με υψηλό βαθμό εξωστρέφειας και ιδιαίτερα με υψηλές εξαγωγές.
Ο βαθμός εξωστρέφειας μετράται από το άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών ως προς το ΑΕΠ.
Μέχρι τη μεγάλη κρίση του 2009, η δομή της ελληνικής οικονομίας χαρακτηριζόταν από το υψηλό ποσοστό της κατανάλωσης -ιδιωτικής και δημόσιας-, το υψηλό ποσοστό επενδύσεων και το χαμηλό ποσοστό των εξαγωγών ως προς το ΑΕΠ.
Υπό αυτή την έννοια, η δομή έμοιαζε με εκείνη μεγαλύτερων οικονομιών, που χαρακτηρίζονταν από συγκριτικά χαμηλότερο βαθμό εσωστρέφειας. Με τη διαφορά ότι αρκετές μεγαλύτερες οικονομίες μπορούν να βασιστούν περισσότερο στην εσωστρεφή ανάπτυξη.
Όμως, η μεγάλη κρίση έφερε τα πάνω-κάτω.
Η οικονομία έχασε πάνω από το 25% των αγαθών και υπηρεσιών που παρήγαγε, αλλά η κατανάλωση παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα και οι επενδύσεις κατέρρευσαν. Μόνο οι εξαγωγές, με πρωτεργάτη την τουριστική βιομηχανία, κέρδισαν έδαφος ως προς το ΑΕΠ.
Είναι λοιπόν θετικό ότι η αυξητική τάση στις εξαγωγές αγαθών συνεχίζεται. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν στα 3,8 δισ. ευρώ στα τέλη του πρώτου τριμήνου 2018 έναντι 3,6 δισ. το ίδιο διάστημα το 2017 και 3 δισ. το 2016.
Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές αγαθών σημείωσαν επίσης άνοδο. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν στα 12,6 δισ. το πρώτο τρίμηνο φέτος έναντι 11,8 δισ. το ίδιο διάστημα πέρυσι και 9,65 δισ. το 2016.
Όμως, η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ήταν αποτέλεσμα τόσο της αύξησης του διεθνούς εμπορίου όσο κι άλλων «εσωτερικών» λόγων, π.χ. ανταγωνιστικότητα.
Μια μελέτη της Natixis για τη συνεισφορά του διεθνούς εμπορίου στην οικονομική ανάκαμψη των χωρών της ευρωπεριφέρειας μέσω κυρίως των εξαγωγών είναι αποκαλυπτική.
Η επιτάχυνση του διεθνούς εμπορίου από τις αρχές του 2016 μέχρι τα τέλη του 2017 εξηγεί το 33% της ανάπτυξης στην Ιταλία, το 30% στην Ελλάδα, το 20% στην Πορτογαλία και το 13% στην Ισπανία.
Υπενθυμίζουμε ότι Ισπανία και Πορτογαλία κατέγραψαν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης αυτή την περίοδο. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα και η Ιταλία επέστρεψαν σε θετικούς ρυθμούς, χωρίς να έχουν κάτι το εντυπωσιακό να επιδείξουν.
Με άλλα λόγια, ο αδύναμος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πέρυσι οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο εξωτερικό εμπόριο.
Είναι λοιπόν ενθαρρυντικό ότι η τάση στις εξαγωγές συνεχίζει να είναι αυξητική φέτος. Από την άλλη πλευρά, δείχνει πόσο ευάλωτη είναι η ελληνική οικονομία, σε περίπτωση που το διεθνές εμπόριο εμφανίσει κάμψη.
Είτε λόγω ενός εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ με την Κίνα κι άλλες χώρες, είτε γι’ άλλους λόγους.
Ολοι σχεδόν επιθυμούν η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας να βασίζεται στην αύξηση των εξαγωγών και των παραγωγικών επενδύσεων.
Αν όμως το διεθνές εμπόριο δεν συνεχίσει να αναπτύσσεται, η ελληνική οικονομία θα δυσκολευτεί πολύ να συνεχίσει.
Με όλες τις αρνητικές συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο στην επίτευξη του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη χρηματοδότηση του χρέους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.