H απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ήταν χθες αργά το βράδυ στο 4,58% και του 5ετούς στο 3,78%.
Κοινώς, αρκετά υψηλότερη σε σχέση με άλλων χωρών της ευρωζώνης.
Το 10ετές ιταλικό ομόλογο απέφερε 2,8% μέχρι τη λήξη και το αντίστοιχο πορτογαλικό είχε απόδοση 1,95%. Η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου ήταν στο 0,479%.
Από την άλλη πλευρά, η μεσοσταθμική απόδοση των ελληνικών χρεογράφων είναι αρκετά χαμηλότερη από εκείνη που χρησιμοποιούν οι Ευρωπαίοι δανειστές και πιθανόν το ΔΝΤ ως υπόθεση εργασίας στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA).
Κοινώς, 4,5%-4,9%.
Η Αθήνα ποντάρει στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, για να υποχωρήσουν αισθητά οι αποδόσεις των μακροχρόνιων ομολόγων.
Ιδανικά, κυβέρνηση και ΕΕ θα ήθελαν επίσης μια θετική ετυμηγορία του ΔΝΤ για τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους.
Όμως, παρότι η ιταλική πολιτική κρίση που ταλάνισε τα ελληνικά ομόλογα το προηγούμενο διάστημα έχει υποχωρήσει, όπως άλλωστε αποτυπώνεται στα ιταλικά ομόλογα, τα ελληνικά χρεόγραφα συνεχίζουν να υποφέρουν.
Το τελευταίο αποδεικνύει πόσο ευάλωτα είναι επίσης στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στις αναδυόμενες αγορές, όπου η ελληνική αγορά κατατάσσεται.
Χθες, η Fed ανακοίνωσε τη δεύτερη αύξηση του παρεμβατικού της επιτοκίου μέσα στο 2018.
Επιπλέον, γνωστοποίησε ότι θα προχωρήσει σε τέσσερις έναντι τριών αυξήσεων επιτοκίων αυτή τη χρονιά, λόγω της πορείας της αμερικανικής οικονομίας.
Όμως, οι αποφάσεις της Fed δεν επηρεάζουν μόνο την αμερικανική οικονομία.
Εχουν άμεσες επιπτώσεις στις αναδυόμενες οικονομίες καθώς το δολάριο είναι το διεθνές αποταμιευτικό νόμισμα και πολλές αναδυόμενες δανείζονται στο αμερικανικό νόμισμα.
Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί εξεπλάγησαν από τις δηλώσεις του Τζέρομ Πάουελ, του νέου προέδρου της Fed στις αρχές Μαΐου.
Ο τελευταίος είχε δηλώσει ότι η νομισματική επέκταση από τη Fed και άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες έπαιξαν «περιορισμένο ρόλο» στην αύξηση των κεφαλαιακών ροών προς τις αναδυόμενες οικονομίες τα τελευταία χρόνια.
Ο κ. Πάουελ πρόσθεσε ότι υπάρχει καλός λόγος να πιστεύει κανείς ότι η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα συνεχίσει να έχει ελεγχόμενες επιπτώσεις στις αναδυόμενες.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Τουρκία, την Αργεντινή, τη Βραζιλία, απέδειξαν ότι υπάρχει ένα όριο ανοχής, πέρα από το οποίο οι κεφαλαιακές ροές αντιστρέφονται, προκαλώντας συναλλαγματική κρίση.
Οι εκροές μπορεί να ξεκινούν από ένα τοπικό γεγονός, π.χ. προεδρικές εκλογές στην Τουρκία, όμως η μείωση της δολαριακής ρευστότητας ως συνέπεια της πολιτικής της Fed ευνοεί τη «μόλυνση» κι άλλων αναδυόμενων οικονομιών.
Για να σταματήσει η αιμορραγία των νομισμάτων τους, οι κεντρικές τράπεζες των αναδυόμενων χωρών προχώρησαν σε αυξήσεις των επίσημων επιτοκίων τους.
Δεν είναι σίγουρο αν αυτές οι ενέργειες, που έχουν κόστος στην εθνική οικονομία τους, θα έχουν μόνιμο αποτέλεσμα ή μήπως θα χρειασθούν κι άλλες, αν η Fed συνεχίσει την περιοριστική πολιτική της επί μακρόν.
Όπως μας υπενθυμίζει η Société Générale, από το 1950 μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί 13 κύκλοι σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής από τη Fed και οι 10 έχουν καταλήξει σε ύφεση.
Οι άλλοι τρεις κύκλοι κατέληξαν σε «έκρηξη» των αναδυόμενων αγορών όπως η κρίση του μεξικανικού πέσο το 1994.
Είναι κάτι που ούτε η ευάλωτη Ελλάδα, ούτε κανείς άλλος εκτός από τη Fed μπορεί να ελέγξει.
Οσο λοιπόν η Ελλάδα παραμένει στο κλαμπ των αναδυόμενων θα είναι εκτεθειμένη, έστω και λιγότερο από άλλες χώρες, στην πολιτική της Fed που σ' αυτή τη φάση τουλάχιστον είναι περιοριστική.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.