H επίτευξη ή μη των στόχων που θέτει κάθε χώρα στα μεσοπρόθεσμα ή μη μακροοικονομικά σχέδιά της δεν είναι μόνο στο χέρι της.
Εξαρτάται επίσης από τις επιδόσεις του διεθνούς περίγυρου.
Φυσικά, ο βαθμός επίδρασης είναι διαφορετικός σε μια μικρή, ανοικτή οικονομία όπως η ελληνική, από μια άλλη, π.χ. μικρή κλειστή οικονομία, όπου το άθροισμα των εξαγωγών και των εισαγωγών αντιπροσωπεύουν μικρό κομμάτι του ΑΕΠ.
Εχουμε αναλογισθεί ποια θα ήταν η επίπτωση στην ελληνική οικονομία, αν ο τουρισμός δεν πήγαινε τόσο καλά τα προηγούμενα χρόνια;
Κι αυτό δεν οφείλεται τόσο ή μόνο στις ελληνικές προσπάθειες αλλά σε εξωτερικούς παράγοντες όπως η Αραβική Ανοιξη, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στην Τουρκία κ.τ.λ.
Σε κάποιες περιπτώσεις, όπου οι άμεσες επιπτώσεις από το εξωτερικό προσδιορίζονται σε έναν κλάδο, τα πράγματα μπορεί να είναι πιο ελεγχόμενα.
Ή τουλάχιστον να δίνεται η εντύπωση πως είναι έτσι, πριν η κρίση διαχυθεί στην υπόλοιπη εθνική οικονομία και εξαχθεί στις υπόλοιπες.
Πόσοι θυμούνται ότι ένα από τα επιχειρήματα Ελλήνων τραπεζιτών και όχι μόνο κατά την κρίση του 2007-2008 στις αμερικανικές τράπεζες, με τα ενυπόθηκα δάνεια (subprime), ήταν πως η εγχώρια οικονομία και πιστωτικά ιδρύματα ήταν προστατευμένα γιατί δεν είχαν έκθεση σε τέτοια τοξικά προϊόντα;
Τελικά αποδείχθηκε ότι στην πράξη δεν ήταν έτσι καθώς οι εγχώριες τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους τα πλέον τοξικά χρεόγραφα, που ήταν τα ελληνικά κρατικά.
Στον σημερινό διεθνή περίγυρο υπάρχει ένα ζήτημα που συζητιέται μεν σε πιο κλειστούς κύκλους αλλά όχι ευρέως.
Το γεγονός ότι η ποιότητα των ομολογιακών δανείων που εκδίδουν οι επιχειρήσεις παγκοσμίως για να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους χειροτερεύει διαρκώς.
Η ποιότητα της προσφοράς χρέους προσδιορίζεται από την πιστοληπτική ικανότητα των εκδοτών, π.χ. επιχειρήσεων.
Αν λοιπόν ρίξει κάποιος μια ματιά στην εξέλιξη του βαθμού διαβάθμισης από την S&P Global διαχρονικά θα διαπιστώσει το εξής.
Ο ενδιάμεσος (median) των πιστοληπτικών αξιολογήσεων έχει υποχωρήσει στο «ΒΒΒ-», που αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο σκαλί στην επενδυτική βαθμίδα από «Α» στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Αν κανείς συνδυάσει αυτό το γεγονός με τις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές, όπως η ποσοτική χαλάρωση (QE) που έχουν υιοθετηθεί από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, π.χ. Fed, EKT κ.τ.λ., και έχουν αποτέλεσμα τα χαμηλότερα επιτόκια στη σύγχρονη εποχή, καταλήγει σε κάποια δυσάρεστα συμπεράσματα.
Πολύ απλά, πολλοί από τους εκδότες χρέους, είτε είναι επιχειρήσεις είτε είναι κράτη, θα βρεθούν σε δύσκολη θέση για να τα εξυπηρετήσουν, όταν, μοιραία, η νομισματική πολιτική ομαλοποιηθεί και τα επιτόκια πάρουν για τα καλά την ανηφόρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι αρκετά από αυτά τα δάνεια στις ΗΠΑ κι αλλού έχουν κατευθυνθεί για την επαναγορά μετοχών και όχι παραγωγικές επενδύσεις που θα εξυπηρετούσαν τα δάνεια.
Οπως είναι φυσικό, η μπάλα θα πάρει, τότε, τους κατόχους των ομολογιακών δανείων, που θα πρέπει να εγγράψουν ζημιές.
Είναι λοιπόν φυσικό επακόλουθο να πληγούν σε σημαντικό βαθμό τα εταιρικά κέρδη και η κατανάλωση που ενισχύεται λόγω κυρίως μόχλευσης καθώς οι αυξήσεις στους μισθούς είναι αναιμικές στις ΗΠΑ κι αλλού.
Οι επιπτώσεις στις οικονομίες τους θα είναι αρνητικές και θα γίνουν εμφανείς σύντομα σε μικρότερες, ανοικτές οικονομίες όπως η ελληνική.
Κοντολογίς, η αυξανόμενη προσφορά χρέους χαμηλής ποιότητας από εταιρείες και άλλους συνιστά σοβαρή απειλή για την παγκόσμια οικονομία και κατά συνέπεια την ελληνική.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν αλλά πότε θα εκδηλωθεί.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.