Οι αγορές δεν κινούνται συνήθως γραμμικά.
Επομένως, η χθεσινή υποχώρηση των αποδόσεων στα ομόλογα της ευρωπεριφέρειας δεν πρέπει να εκπλήσσει.
Αντίθετα, η ταχύτητα με την οποία αυξήθηκαν οι αποδόσεις των ομολόγων στον απόηχο των τελευταίων πολιτικών εξελίξεων στην Ιταλία θα πρέπει να προβληματίσει, ιδίως την Ελλάδα, ενόψει του αναμενόμενου τερματισμού του προγράμματος αγοράς ομολόγων (QE) της ΕΚΤ.
Κι αυτό γιατί όλοι γνωρίζουν ότι τα ομόλογα και τα θεμελιώδη δεδομένα στην ευρωζώνη έχουν πάρει διαζύγιο τα τελευταία χρόνια, λόγω του QE.
Η ΕΚΤ είναι ο μεγαλύτερος καθαρός αγοραστής ιταλικών κρατικών ομολόγων φέτος και πέρυσι, όπως δείχνουν τα στοιχεία.
Για την Ελλάδα, που είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης αλλά δεν συμμετέχει στο QE και ταυτόχρονα κατατάσσεται στις αναδυόμενες αγορές, αυτό συνιστά μεγάλο ρίσκο.
Κι αυτό γιατί οι αναδυόμενες αγορές και κυρίως εκείνες με μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών, όπως η Τουρκία, έχουν χάσει την εύνοια των διεθνών επενδυτών το τελευταίο διάστημα.
Επειδή όμως είναι σύνηθες φαινόμενο στην Ελλάδα να συζητάμε για ένα θέμα και να αγνοούμε τα νούμερα, ας ξεκινήσουμε με το ιταλικό χρέος, που ξεπερνούσε το 130% του ΑΕΠ στα τέλη του 2017.
Η Ιταλία δανείσθηκε πέρυσι 260 δισ. ευρώ και το μέσο κόστος δανεισμού της διαμορφώθηκε σε 0,68%.
Την προηγούμενη χρονιά, δηλαδή το 2016, το μέσο επιτόκιο δανεισμού της βρισκόταν στο 0,55%.
Ο φετινός δανεισμός εκτιμάται ότι θα είναι χαμηλότερος από το 2017 και θα ανέλθει σε 230 δισ. ευρώ, λόγω κυρίως των μειωμένων λήξεων ομολόγων.
Η γείτονα έχει ήδη δανεισθεί πάνω από τα μισά μέχρι στιγμής.
Μάλιστα μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα την πλήρωναν για το προνόμιο (!) να της δανείζουν βραχυχρόνια. Κοινώς, το βραχυχρόνιο επιτόκιο δανεισμού ήταν αρνητικό και ίσο με -0,4% κατά μέσο όρο.
Το μέσο κόστος του νέου μεσομακροχρόνιου δανεισμού διαμορφωνόταν στην περιοχή του 0,8% περίπου μέχρι πρότινος το 2018.
Το μέσο κόστος δανεισμού της Ιταλίας στο σύνολο του δημόσιου χρέους της διαμορφώνεται κάτω από το 3% και αναμένεται να παραμείνει σ’ αυτά τα επίπεδα μέχρι το 2025, εκτός κι αν η τωρινή άνοδος των αποδόσεων έχει συνέχεια.
Από το 2025 και μετά, το μέσο κόστος δανεισμού αρχίζει να αυξάνεται και μετά το 2028 κατευθύνεται προς το 5% και υψηλότερα.
Να θυμίσουμε ότι το μέσο επιτόκιο δανεισμού είναι βασικό στοιχείο μαζί με τα πρωτογενή πλεονάσματα και τον ρυθμό ανάπτυξης στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA).
Μεσοπρόθεσμα λοιπόν η Ιταλία δεν εμφανίζεται να έχει πρόβλημα αναχρηματοδότησης του χρέους της, εκτός κι αν η πολιτική κατάσταση ξεφύγει.
Όμως, το ιταλικό χρέος ίσως δεν περνάει τον πήχη μετά από μια 10ετία και περισσότερο.
Αυτό δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορες τις ελληνικές αρχές, από τη στιγμή που υπάρχει συσχέτιση των τιμών και αποδόσεων των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων.
Ως μέλος της ευρωζώνης, η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή της Ιταλίας.
Όμως, ίσως μπορέσει να ξεφύγει από την όποια επιρροή της τουρκικής αγοράς, αν εγκαταλείψει, αναβαθμιζόμενη, τις αναδυόμενες αγορές.
Γι’ αυτό θα χρειασθεί χρόνο, τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και πρωτογενή πλεονάσματα ίσα με τους στόχους.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.