Από τους επονομαζόμενους θεσμούς που ελέγχουν την υλοποίηση των προγραμμάτων διάσωσης, ο πλέον αμφιλεγόμενος είναι το ΔΝΤ.
Το Ταμείο ήταν ο σάκος του μποξ για διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, παρότι οι θέσεις του για γενναία ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα ήταν οι πλέον «φιλικές» προς την Αθήνα.
Επίσης, τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι αν δεν ήταν για ένα στέλεχος του ΔΝΤ, η χώρα δεν θα κάλυπτε κάποιες από τις χρηματοδοτικές ανάγκες της μέσω ρέπος με φορείς της γενικής κυβέρνησης.
Θα έπρεπε λοιπόν είτε να λάβει περισσότερα μέτρα λιτότητας είτε να εκλιπαρεί τους δανειστές να εκταμιεύσουν ταχύτερα κάποια δόση, αυξάνοντας περισσότερο τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα και επιβαρύνοντας το οικονομικό κλίμα.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ εμφανιζόταν να αλλάζει θέσεις στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν στο πλαίσιο των αξιολογήσεων των μνημονίων και να είναι άστοχο στις προβλέψεις του, όπως άλλωστε κι η Κομισιόν.
Τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, οι εκτιμήσεις του Ταμείου ήταν συνήθως πιο ρόδινες ενώ τα τελευταία χρόνια αποδεικνύονται πιο απαισιόδοξες.
Οι προσεκτικοί παρατηρητές έχουν διαπιστώσει ότι οι προβλέψεις του Ταμείου διέπονται από μια απλή λογική.
Οσο ελαστικότερη είναι η δημοσιονομική πολιτική, τόσο υψηλότερος ο ρυθμός ανάπτυξης -και το αντίστροφο.
Χαμηλώνοντας τον πήχη για τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2% φέτος από 2,6% που προέβλεπε τον περασμένο Οκτώβριο και 1,8% το 2019, το Ταμείο στρώνει το έδαφος για ανοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για το πρωτογενές πλεόνασμα τις ίδιες χρονιές.
Όμως, και τα δύο μεγέθη μπαίνουν στην εξίσωση για τη φερεγγυότητα του ελληνικού χρέους που περιλαμβάνει επίσης το επίπεδο του χρέους και το μέσο κόστος δανεισμού. Κι εδώ τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει να δώσουμε σημασία ή να αγνοήσουμε την πρόβλεψη του ΔΝΤ για ανάπτυξη 1,9% το 2023, με δεδομένη την εκτίμηση για μακροπρόθεσμο ρυθμό 1%.
Με την Ελλάδα να μην έχει ανάγκη τα δάνεια του Ταμείου και το πρόγραμμα προσαρμογής μαζί του να λήγει τον επόμενο Αύγουστο, όλο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται σε δύο μέτωπα.
Πρώτον, στην ανάλυση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους (DSA) που το Ταμείο θα δημοσιοποιήσει σε κάποιο σημείο. Αυτή αναμένεται να ληφθεί υπόψη από την ΕΚΤ, που έχει δεσμευθεί να προχωρήσει σε δική της ανάλυση (DSA).
Δεύτερον, στον ρόλο του ΔΝΤ στη μεταμνημονιακή εποπτεία της ελληνικής οικονομίας και την τύχη του υπολοίπου του δανείου του προς την Ελλάδα.
Τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα γνωρίζουμε τους επόμενους μήνες και θα έχουν αναμφίβολα πολιτικό χρώμα σε κάποιο βαθμό. Προς το παρόν, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έχουν λάβει υπόψη τις αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν στο παρελθόν μεταξύ των προβλέψεων και των αποτελεσμάτων, αναπροσαρμόζοντας τις παραμέτρους του μοντέλου.
Γι’ αυτό ίσως οι τωρινές προβλέψεις του Ταμείου για το 2018 και το 2019 φαίνονται πιο ρεαλιστικές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.