Η σημαντική πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων τη Μεγάλη Τετάρτη είναι κυρίως αποτέλεσμα του δημοσιεύματος της Handelsblatt για τα σχέδια ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους από τους πιστωτές.
H απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε απότομα προς το 4,09% από 4,25% την προηγουμένη μέρα και η απόδοση του 5ετούς στο 3,2% από 3,4%.
Αν και πρόκειται για μια μέρα, η ανωτέρω εξέλιξη επιβεβαιώνει εκείνους που ισχυρίζονταν ότι η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί σημαντική παράμετρο στον δρόμο για τη δραστική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Η πτωτική κίνηση θα έχει συνέχεια, αν αποδειχθεί πως έχουν δίκιο καθώς η ελάφρυνση καταλήγει να μειώνει τα ποσά των τοκοχρεολυσίων που θα αποπληρώνει η χώρα σε βάθος χρόνου.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό για όσους ενδιαφέρονται να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα, γιατί μειώνει το ρίσκο της τοποθέτησής τους, λειτουργώντας ως ασφαλιστική δικλίδα ότι θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω όταν έλθει η ώρα.
Αν η Ελλάδα θέλει να χρηματοδοτείται από τις αγορές, θα πρέπει να πείσει τους δυνητικούς αγοραστές των ομολόγων της ότι είναι πλέον φερέγγυος πληρωτής.
Δεν θα είναι τόσο δύσκολο να τους πείσει για την περίοδο μέχρι το τέλος του 2020.
Κι αυτό γιατί τα νούμερα δείχνουν κάτι απλό. Υπό πολύ συντηρητικές υποθέσεις, η χώρα μπορεί να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις της για εκείνο το διάστημα.
Κοντολογίς, ακόμη κι αν η χώρα δεν εισπράξει τίποτα από τις αποκρατικοποιήσεις και δεν αντλήσει φρέσκο χρήμα από τις αγορές με την έκδοση νέων ομολόγων, θα μπορέσει να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις της μέχρι το τέλος του 2020.
Υπενθυμίζουμε ότι ο προϋπολογισμός του 2018 προβλέπει έσοδα 2,7 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις, π.χ. OΛΘ, ΔΕΣΦΑ κ.τ.λ. μόνο για φέτος.
Εχουμε λοιπόν και λέμε:
Στην πλευρά των υποχρεώσεων, προσμετράμε τοκοχρεολύσια ύψους 6-7 δισ. ευρώ μέχρι τον Αύγουστο. Επιπλέον, τόκους ύψους 12 δισ. ευρώ και χρεολύσια ύψους 21 δισ. από εκεί και πέρα μέχρι το τέλος του 2020.
Σ’ αυτή την πλευρά θα πρέπει να προσμετρηθούν επίσης οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς τρίτους, ύψους 3,3 δισ. ευρώ.
Υποθέτουμε ότι η χώρα θα συνεχίσει να ανακυκλώνει τα έντοκα γραμμάτια ύψους 15 δισ. ευρώ περίπου.
Όταν κάποιος προσθέσει τα νούμερα, καταλήγει στο ποσό των 43 δισ. ευρώ περίπου.
Τι συμβαίνει με τα διαθέσιμα;
Υποθέτουμε ότι η χώρα θα λάβει συνολικά 18 δισ. ευρώ από τον ESM μέχρι το τέλος του τωρινού προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των 6,7 δισ. ευρώ που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο της 3ης αξιολόγησης.
Επίσης, διαθέτει περίπου 4,4 δισ. ευρώ από την πώληση του 5ετούς ομολόγου πέρυσι το καλοκαίρι και του 7ετούς τον Φεβρουάριο.
Σ’ αυτά τα ποσά θα πρέπει να προστεθεί το ποσό των 7 δισ. ευρώ στον λογαριασμό των 28 δισ. με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους και τα 5 δισ. ευρώ περίπου του Κοινού Κεφαλαίου και των λογαριασμών ταμειακής διαχείρισης.
Στα ανωτέρω θα πρέπει να προσθέσουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα των τριών ετών, δηλαδή του 2018, του 2019 και του 2020, που εκτιμούμε σε 15 δισ. ευρώ συνολικά, δηλαδή χαμηλότερα από τον ετήσιο στόχο 3,5% του ΑΕΠ.
Η σούμα των διαθεσίμων δίνει το ποσό των 49,4 δισ. ευρώ και είναι μεγαλύτερο από το εκτιμώμενο ποσό των υποχρεώσεων, ύψους 43 δισ. ευρώ, κοινώς υπάρχει ένα μαξιλάρι ύψους 6,4 δισ. περίπου.
Και μάλιστα χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε το ποσό των 10 δισ. ευρώ περίπου από τον ESM για το απόθεμα ρευστότητας.
Από τα ανωτέρω προκύπτει αυτό που είπαμε.
Η Ελλάδα εμφανίζεται, υπό φυσιολογικές συνθήκες και χωρίς υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την περίοδο 2018-2020, να υπερκαλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της.
Αν σ’ αυτό προστεθούν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, ο υποψήφιος επενδυτής σε ελληνικά ομόλογα μπορεί να διακρίνει το σχετικά χαμηλό ρίσκο που αναλαμβάνει για μια σειρά ετών.
Μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.